-
1 διαβουλίω
-
2 διαβουλίῳ
См. также в других словарях:
διαβουλίῳ — διαβούλιον debate neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διαβουλίω
2 διαβουλίῳ
διαβουλίῳ — διαβούλιον debate neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)