-
1 διαβουλευομαι
1) обдумывать, обсуждать, размышлять Thuc., Plat., Plut.2) предполагать, намереваться, решать(ποιεῖν τι Luc.)
-
2 διαβουλεύομαι
μετ.1) размышлять (над чём-л.); обдумывать (что-л.); обсуждать (проблему и т. п.); 2) замышлять, затевать (недоброе); 3) решать, собираться (что-л, сделать)
См. также в других словарях:
διαβουλεύομαι — (AM διαβουλεύομαι) 1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες 2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι 3. μηχανώμαι, ραδιουργώ αρχ. 1. διαβουλεύω διανύω την περίοδο τής βουλευτικής μου θητείας 2. διαβουλεύομαι α) εξετάζω λεπτομερώς β) αποφασίζω … Dictionary of Greek
διαβουλευομένων — διαβουλεύομαι pres part mp fem gen pl διαβουλεύομαι pres part mp masc/neut gen pl διαβουλεύω complete its term pres part mp fem gen pl διαβουλεύω complete its term pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλευόμενον — διαβουλεύομαι pres part mp masc acc sg διαβουλεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg διαβουλεύω complete its term pres part mp masc acc sg διαβουλεύω complete its term pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλευομένοις — διαβουλεύομαι pres part mp masc/neut dat pl διαβουλεύω complete its term pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλευσαμένους — διαβουλεύομαι aor part mid masc acc pl διαβουλεύω complete its term aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλευόμενοι — διαβουλεύομαι pres part mp masc nom/voc pl διαβουλεύω complete its term pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλευόμενος — διαβουλεύομαι pres part mp masc nom sg διαβουλεύω complete its term pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλεῦσαι — διαβουλεύομαι aor inf act διαβουλεύω complete its term aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλεύειν — διαβουλεύομαι pres inf act (attic epic) διαβουλεύω complete its term pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλεύεσθαι — διαβουλεύομαι pres inf mp διαβουλεύω complete its term pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλεύεται — διαβουλεύομαι pres ind mp 3rd sg διαβουλεύω complete its term pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)