-
1 διά-βολος
διά-βολος, verläumdend, schmähsüchtig, ἄνϑρωπος Pind. frg. 270; εἴ τῳ ὑμῶν διάβολόν τι ἐν τῇ γνώμῃ παρέστηκεν Andoc. 2, 24; διαβολώτατος, Ar. Equ. 45; ὁ δ., der Verläumder, Ath. XI, 508 e; N. T. = Teufel. – Adv., διαβόλως, auf verläumderische Weise, Thuc. 6, 15.