Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

διαβαίνω

  • 61 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 62 улететь

    улечу, улетишь
    ρ.σ.
    1. πετώ μακριά• φεύγω πετώντας.
    2. τρέχω ταχύτατα (σαν να πετώ).
    3. (уьа χρόνο) διαβαίνω, περνώ γρήγορα.
    4. μτφ. πετώ (για σκέψε ις, όνε ιρα κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > улететь

  • 63 умчать

    умчу, умчишь ρ.σ.
    1. μ. μεταφέρω ταχύτατα.
    2. παρασύρω με ορμή• σκορπίζω•

    умчать ветер -ал тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    3. βλ. ρ. παθ. φ.
    1. φεύγω ταχύτατα.
    2. παρασύρομαι• μετατοπίζομαι, μετακινούμαι•

    умчать туман -лась η ομίχλη μετατοπίστηκε.

    || μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύγω, παρέρχομαι•

    -лись юные годы έφυγαν (πέρασαν) τα νεανικά χρό-ν ια.

    Большой русско-греческий словарь > умчать

  • 64 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

  • 65 уплыть

    ρ.σ.
    1. αποπλέω•

    пароход -ыл το ατμόπλοιο απέπλευσε.

    || απομακρύνομαι, χάνομαι αργά•

    луна -ла за тучи το φεγγάρι χάθηκε πίσω από τα σύννεφα.

    2. (για χρόνο, γεγονότα) περνώ, διαβαίνω απαρατήρητα•

    что было -ло ό,τι ήταν πέρασε•

    не мало времени -ло с тех пор πολύς καιρός πέρασε από τότε.

    3. μτφ. περιέρχομαι (από έναν σε άλλον). || ξοδεύομαι, καταναλώνομαι γρήγορα•

    деньги -ли в один день τα χρήματα έφυγαν για μια μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > уплыть

  • 66 утечь

    утеку, утечшь, утекут, παρλθ. χρ. утк, утекла, утекло ρ. σ.
    1. εκρέω, διαρρέω, (εκ)χύνομαι, τρέχω (για υγρά)• διαφεύγω (για αέρια).
    2. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    -кли года πέρασαν χρόνια.

    3. μτφ. φεύγω, το σκάζω.

    Большой русско-греческий словарь > утечь

  • 67 шагать

    ρ.δ.
    1. βαδίζω, βηματίζω• περπατώ• οδοιπορώ. || μτφ. προοδεύω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι.
    2. περνώ, διαβαίνω• υπερπηδώ, δρασκελώ•

    шагать через канаву πηδώ τον αύλακα•

    порог δρασκελώ το κατώφλι.

    3. κάνω βηματισμό•

    солдаты -ают οι στρατιώτες βηματίζουν.

    βαδίζω με διάθεση, έχω διάθεση για βάδισμα.

    Большой русско-греческий словарь > шагать

См. также в других словарях:

  • διαβαίνω — stride pres subj act 1st sg διαβαίνω stride pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαίνω — διαβαίνω, διάβηκα, (να διαβώ) βλ. πίν. 92 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαβαίνω — (AM διαβαίνω) Ι. (μτθ. με αιτ.) 1. περνώ από κάποιον τόπο, διασχίζω 2. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο 3. φρ. «διέβη τον Ρουβίκωνα» με αποφασιστικότητα επιχείρησε κάτι παράτολμο II. (αμτβ.) 1. διέρχομαι, κυλώ, περνώ 2. παρέρχομαι, περνώ, παύω να… …   Dictionary of Greek

  • διαβαίνω — διάβηκα 1. μτβ., περνώ κάτι, περνώ από έναν τόπο, πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο: Διαβαίνω καθημερινά τη γέφυρα του ποταμού για να φτάσω στο σχολείο. 2. αμτβ., περνώ, κυλώ και παρέρχομαι: Οι ευτυχισμένες ώρες διαβαίνουν πολύ γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβαίνετε — διαβαίνω stride pres imperat act 2nd pl διαβαίνω stride pres ind act 2nd pl διαβαίνω stride imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαίνῃ — διαβαίνω stride pres subj mp 2nd sg διαβαίνω stride pres ind mp 2nd sg διαβαίνω stride pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβήσῃ — διαβαίνω stride aor subj act 3rd sg διαβαίνω stride aor subj mid 2nd sg (epic) διαβαίνω stride fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφροδιαβαίνω — διαβαίνω με ελαφρό βήμα (για πτηνά, με ελαφρό πέταγμα για τον άνεμο, με ελαφριά πνοή). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβαίνω] …   Dictionary of Greek

  • διαβαινόντων — διαβαίνω stride pres part act masc/neut gen pl διαβαίνω stride pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαῖνον — διαβαίνω stride pres part act masc voc sg διαβαίνω stride pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαίητε — διαβαίνω stride aor opt act 2nd pl διαβαίνω stride aor subj act 2nd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»