-
1 διαιτάς
-
2 διαιτᾷς
-
3 διαίτας
διαίτᾱς, δίαιταway of living: fem acc plδιαίτᾱς, δίαιταway of living: fem gen sg (doric aeolic)διαίτᾱς, διαιτάωtreat: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
4 δαίς
1 feast, festival Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (τὰ Αἰάντεια ἐν Ὀποῦντι, Σ.) O. 9.112οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.9
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος in the banquet that was their due P. 4.127 Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ σεβίζομεν ( τὰ Κάρνεια, at Cyrene) P. 5.80 καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας (Morel e Σ: διαίτας codd.) I. 2.39 τῷ μὲν (sc. Ἡρακλεῖ) Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (ἱερουργοῦσι Θηβαῖοι τιμῶντες Ἡρακλέα καὶ τοὺς ἐκ Μεγάρας τῆς Κρέοντος ὀκτὼ παῖδας αὐτῷ γεγονότας Σ.) I. 4.61 ὧραιἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Ἀπόλλωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες i. e. in honour of Apollo Ismenios Πα. 1.. ]εν δαιτί τε πα[ Πα. 13a. 21. [ δαῖτα κλυτάν codd.: δαιτικλυτάν Bergk) O. 8.52] -
5 γυμνάζω
A : [tense] pf. (lyr.):—[voice] Med., (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐγυμνάσθην [D.]61.43: [tense] pf. γεγύμνασμαι (v. infr.): ([etym.] γυμνός):—train naked, train in gymnastic exercise: generally, train, exercise, τὸ σῶμα, τὴν ψυχήν, Isoc.2.11;ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους X.An.1.2.7
;ἑαυτὸν πρός τι Arr.Epict.2.18.27
: c. inf., γ. τοὺς παῖδάς τι ποιεῖν train or accustom them to do a thing, X.Cyr.1.6.32; γ. τινά τινι accustom him to it, ib.1.2.10;τινὰ περί τι Isoc.10.5
; teach rhetoric, Phld.Rh.2.50S.:—[voice] Med., exercise for oneself, practise,γυμνάσασθαι τέχνην Pl.Grg. 514e
;τὰ περὶ τὰς διαίτας Str.14.2.19
;γυμνάσιον τὸ εἰωθός Ael.VH5.6
; practise gymnastic exercises, Thgn. 1335, Hdt.7.208, Th.1.6. etc.;δρόμῳ IG4.955.8
(ii A. D.), etc.; generally, practise,ναῦς -ομένας X.HG1.1.16
; of a disputer, Arist.Top. 108a13, etc.:—[voice] Pass., ὁ γεγυμνασμένος the trained or practised orator, opp. ὁ εὐφυής, Id.Rh. 1410b8; γεγυμνάσθαι πρός τι, ἔντινι, be trained or practised for or in a thing, Pl.Lg. 626b, 635c;περὶ τὰ ὅπλα γυμνάζεσθαι X.HG6.5.23
: c. acc.,τὰ πρὸς τὰς πολεμικὰς πράξεις γεγυμνασμένοι τὰς ἕξεις.. Arist.Pol. 1319a22
;θήραν Philostr.VA3.9
: c. gen., γεγ. θαλάττης, πολέμων, σοφίας, Id.Her.2.15,3.1,10.1;καρδία γεγ. πλεονεξίας τινί 2 Ep.Pet.2.14
; alsoὕδωρ ὑπὸ συνεχῶν πληγῶν γεγ. καὶ κεκαθαρμένον J.AJ3.1.2
.II metaph., wear out, harass,ἄδην με.. πλάναι γεγυμνάκασι A.Pr. 586
; ; κρυμὸς.. πλευρὰ γυμνάζει χολῆς, of pleurisy, E.Fr. 682:—[voice] Pass.,τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους.. γυμνάζεται A.Pr. 592
.2 investigate, Sammelb. 5941.12 ([voice] Pass., vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνάζω
-
6 συμμεταβάλλω
A change along with,τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις AP15.46.4
;ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Plu.Luc.39
, cf. Gal. 15.734; σ. τοὺς τόπους exchange places simultaneously, Arist.Mete. 358b33 (Ald.); σ. τὰς χώρας change their places of abode, Plu.2.424e, cf. Jul.Or.1.13d; τὸ γένος change its gender, A.D.Adv. 184.3:—[voice] Med., change sides and take part with, τινι Aeschin.3.165, cf. Luc.Epigr.14.4.II intr. in [voice] Act., change with or together, Arist.GA 716b4, MA 702b23, EN 1100a28, Str. 10.2.12, Ph.1.276.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμεταβάλλω
-
7 χώρα
A = χῶρος, space or room in which a thing is, defined as partly occupied space, distd. fr. κενόν and τόπος, Zeno Stoic. 1.26 (cf.2.163), S.E.P.3.124;ποταγορεύοντι τὰν ὕλαν τόπον καὶ χώραν Ti.Locr.94b
(inὁ τόπος τῆς χ. Pl.Lg. 705c
χώρα = country (cf. 11.1); so );οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς Il.23.521
;νόμισμα.. χώρας μεγάλης δέοιτ' ἄν X.Lac.7.5
; χώραν τινὶ καταλιπεῖν leave room for it, Plu.2.123f, etc.2 generally, place, spot, στρέψεσθ' ἐκ χώρης ὅθι .. Il.6.516, cf. Od.16.352;ὀλίγῃ ἐνὶ χ. Il. 17.394
; χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν move from place to place, Pl.Tht. 181c; field in a ceiling, IG42(1).103.193, 106ii139 (Epid., iv B. C.); ἡ πρώτη χ. the first field (on the chest of Cypselus), Paus.5.17.6; socket or cavity of a joint, Hp.Art.79, 80; of the eye, IG42(1).121.76 (Epid., iv B. C.); as euphemism for the genital organs, Hippiatr. 33,71.3 the position, proper place of a person or thing,ἐνὶ χώρῃ ἕζεται Il.23.349
: esp. a soldier's post, Ἄρης οὐκ ἔνι χώρα is not at his post (or perh. in the land, cf. Ar.Lys. 524) A.Ag.78 (anap.); χώραν λιπεῖν, προλείπειν, Th.4.126, 2.87; μισθοφορεῖν κεναῖς χ. draw pay for unfilled vacancies, Aeschin.3.146;ἐπιγράψαι αὐτῷ τὴν χ. UPZ14.88
(ii B. C.): later τὴν χ. τινὸς ἀποπληρῶσαι, ποιῆσαι, fill a person's place, POxy.136.15(vi A. D.), PMasp.32.11 (vi A. D.): χώραν λαβεῖν take a position, find one's place, ἕως ἂν χώραν λάβῃ [τὰ πράγματα] till they are brought into position, into order, X.Cyr.4.5.37; ; οὐκ ἂν ἔχοι χώραν νοήσεως ἡντινοῦν τὸ ἀγαθόν the Good cannot have any possibility of thinking, Plot.5.6.6; σοὶ ἀστρονομεῖν χ. your province is astronomy, Philostr. VA5.15;ἐν τοῖς ἀτέχνοις χώραν ἔχει τὸ αὐτόματον Eun.Hist.p.225D.
: freq. in the phrase ὥρα καὶ χ., time and place,ἐν ὁποία ἀξία φυτευθῆναι καὶ ὥρὰ καὶ χώρᾳ Pl.Hipparch. 225c
;ἐν ἄλλῃ καὶ χώρῃ Hp.Hum. 14
; πρὸς ὥρας καὶ χώρας καὶ διαίτας ib.16, Aph.3.3;ἥ τε τοῦ ἔτους ὥρα καὶ χ. καὶ φύσις τοῦ θεραπευομένου σώματος Gal.18(2).399
, cf. Alex. Trall.1.10, Steph.in Hp.1.161, 180 D. b. in metric, position of a foot in a verse,τὸ δακτυλικὸν δέχεται δακτύλους καὶ σπονδείους κατὰ πᾶσαν χ. Heph.7.1
, cf. 8.1;αἱ περιτταὶ χ. Id.5.1
,6.1.4 metaph., station, place, position, ἐν χώρᾳ τινὸς εἶναι to be in his position, be counted the same as he is, ἐν ἀνδραπόδων or μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι to be in the position of slaves or mercenaries, to pass or rank as such, X.An.5.6.13, Cyr.2.1.18; ἐν οὐδεμιᾷ χ. εἶναι to have no place or rank, be in no esteem, Id.An.5.7.28;οὗ μέλλει χώρην μηδεμίαν θέμεναι Thgn.152
;τούτων τοι χώρη.. ὀλίγη τελέθει Id.822
;τὰς μεγίστας χ. ἔχειν Plb.1.43.1
.5 in senses 3 and 4 freq. with a Prep., ἐκ χώρας ὁρμᾶν, opp. πορευόμενος μάχεσθαι, X.An.3.4.33; εἰς τὰς ἑαυτῶν χ. πάρεισι are at their posts, Id.Cyr.1.2.4, cf. Theoc. 15.57;εἰς τὰς τῶν λοχαγῶν χ. καταστήσεσθαι X.Cyr.2.1.23
; ἐν χώρᾳ in one's place, at one's post,ἐν ταῖς χ. γενέσθαι Id.An.4.8.15
; ἐν χώρᾳ πίπτειν, ἀποθνῄσκειν, die at one's post, Id.HG4.2.20, 8.39; ἐπὶ χώρας ἕσσαι set it in its place, Pi.P.4.273; also μένειν ἐπὶ χώρας, = μένειν κατὰ χώραν, remain in force, OGI90.16 (Rosetta, ii B. C.), BGU183.9 (i A. D.); κατὰ χώρην εἶναι be in one's place, Hdt.4.135; [φόροι] κατὰ χώρην διατελέουσι ἔχοντες Id.6.42
, cf. Ar.Pl. 367, Ra. 793;κατὰ χ. μένειν Hdt.7.95
, 8.108, Ar.Eq. 1354, Th.4.26; ἤλπιζον.. οὐ μενεῖν κατὰ χ. τὰ πράγματα ib.76;μένει τὸ ὅρκιον κατὰ χ.
as it was, undisturbed,Hdt.
4.201; ἐᾶν κατὰ χ. τὴν πόλιν leave in its place, leave as it was, X.HG6.5.6, cf. Hdt.1.17;κατὰ χώραν μένειν τοὺς ἄλλους [νόμους] ἐᾶν D.24.5
; κατὰ χ. ἀπιέναι retire in their old order, X. An.6.4.11.II land, viz.,1 a land, country,ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Od.8.573
;ἡ χ. ἡ Ἀττική Hdt.9.13
;ἐμπορεύεσθαι εἰς τὴν χ. IG12.57.21
, cf. 63.22, al.: freq. in Trag.,Ἑλλάδα χώραν A.Pers. 271
(lyr.);Εὐβοῖδα χ. S.Tr.74
, etc.; territory, ὁ τύραννος ἢ πόλεων ἢ χ. πολλῆς [ἐπιθυμεῖ] X.Hier.4.7: pl., OGI54.11 (Adule, iii B. C.), etc.2 landed estate, X.Cyr.8.4.28, 8.6.4. b. country town,τοὺς κήρυκας διαπέμψαντες ἐς τὰς χ. Schwyzer688
B8 (Chios, v B. C.).3 the country, opp. to the town,ἡ πόλις καὶ ἡ χ. Lycurg. 1
;τὰ ἐκ τῆς χώρας Th.2.5
, X.Mem.3.6.11; ὁ ἐκ τῆς χ. γιγνόμενος σῖτος ib.13;οἱ ἐν τῇ χ. ἐργάται Id.Hier.10.5
; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, opp. ἐν ἄστει, Decr. ap. D.18.37; ἁ κοινὰ χ. (of two cities) IG42(1).77.2 (Epid., ii B. C.): esp. of Egypt as opp. Alexandria, OGI56.5 (Canopus, iii B. C.), PHib.1.27.167 (iii B. C.), etc. (but in PTeb.5.98 (ii B. C.) ἐν τῇ Ἀλεξα (νδρέων) χ. means 'in Alexandria'); ἡ ἄνω χ. καὶ ἡ κάτω, Upper and Lower Egypt, OGI90.46 (Rosetta, ii B. C.), cf. Wilcken Chr.109.9 (iii B. C.).— χῶρος is another form: in signf. 11 χώρα alone is used in [dialect] Att.; whereas in signf. 1 χῶρος is common, exc. in the special sense of one's proper place or post ( χῶρος and χώρα perh. cogn. with χῆρος, χῆτος). -
8 ἐπικληρόω
A assign by lot,τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς D.21.13
;ἐ. ταῖς ἀρχαῖς τὰ δικαστήρια Arist.Ath.59.5
; τὰς διαίτας ib. 53.5;εἰς τὰς φυλὰς τὰ ὀνόματα OGI229.52
(Smyrna, iii B.C.); τινὰἐπὶ φυλὴν καὶ χιλιαστὺν καὶ ἑκατοστὺν καὶ γένος Supp.Epigr.1.352.19
(Samos, iv B.C.); ἐ. τινά c. inf., appoint one to do, Call.Dian.23:— [voice] Pass., to be assigned by lot,τῷ μορίῳ ἑκάστῳ Pl.Lg. 760b
, Inscr.Prien. 37.103; τῶν δικαστηρίων -κεκληρωμένων having been settled by lot, D. 37.39.2. have assigned one by lot,ἔθνος D.C.37.50
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικληρόω
См. также в других словарях:
διαιτᾷς — διαιτάω treat pres subj act 2nd sg διαιτάω treat pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαίτας — διαίτᾱς , δίαιτα way of living fem acc pl διαίτᾱς , δίαιτα way of living fem gen sg (doric aeolic) διαίτᾱς , διαιτάω treat imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
TMOLUS — I. TMOLUS Lydiae amnis, in quo coticula seu lapis, quô aurum et argentum probatur, Lydius inde dictus, primum repertus est, Plin. l. 33. c. 8. Vide Salmas. ad Solin. p. 1103. Idem cum fluvio memorato, in voce Tmolus. II. TMOLUS Lydorum Rex, ex… … Hofmann J. Lexicon universale
άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
διαιτολόγιο — το 1. πρόγραμμα δίαιτας που καθορίζει ο γιατρός για τον ασθενή 2. βιβλίο που περιέχει τις δίαιτες για διάφορες ασθένειες … Dictionary of Greek
διαμαρτύρηση — η 1. ρητή ή γραπτή εκδήλωση έντονης αποδοκιμασίας ή αντίθεσης στους λόγους ή στις πράξεις κάποιου 2. το πρακτικό διαμαρτυρίας τού Λουθήρου κατά τών αποφάσεων τής Δίαιτας στη Βαβαρία το 1529 3. η θρησκευτική μεταρρύθμιση, ο προτεσταντισμός 4. φρ.… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek