-
1 διήρετο
-
2 διῄρετο
-
3 διήρετο
διαίρωraise up: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)διείρομαιaor ind mid 3rd sg -
4 δι-έρομαι
δι-έρομαι, ep. διείρομαι, eigentlich = genau fragen, meist schlechtweg = fragen. Homer Odyss. 4, 492. 11, 463 τί με ταῦτα διείρεαι; »weshalb fragst du mich danach?«; Odyss. 24, 478 τί με ταῠτα διείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς; dabei stehn διείρεαι und μεταλλᾷς auf Homerische Art παραλλήλως, d. h. sie sind gleichbedeutend; Iliad. 15, 93 μή με, ϑεὰ Θέμι, ταῠτα διείρεο; 1, 550 μή τι σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα. – Ap. Rh. 4, 730; aor. διήρετο, Plat. Phil. 42 e; Dio Cass. 38, 4.
-
5 διέρομαι
A ask or question closely,τί με ταῦτα διείρεαι; Od.4.492
;μὴ ταῦτα διείρεο Il.1.550
, etc.: [tense] aor. inf.,διερέσθαι τινὰ ἐρώτησιν Pl.Phlb. 42e
;διήρετο D.C.38.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέρομαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий