-
1 διεραμαι
-
2 διέραμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέραμαι
См. также в других словарях:
διέραμαι — (αποθ.) (Α) [έραμαι] αγαπώ υπερβολικά … Dictionary of Greek
έραμαι — ἔραμαι (Α) 1. νιώθω ερωτική επιθυμία («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», Ηρόδ.) 2. επιθυμώ υπερβολικά κάτι («ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ («ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῑν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. έραμαι όσο και ο ιων … Dictionary of Greek