-
1 διέλκεσθαι
διέλκωtear asunder: pres inf mp -
2 συμπιέζω
A press or squeeze together, grasp closely,τὰς τρίχας Pl.Phd. 89b
;τι ταῖς Χερσί Id.Sph. 247c
;σ. τὸ στόμα Ephipp.6.3
, cf. Plu.2.58od (prob.);σ. Χείλεα Χείλεσι AP5.127
(Marc. Arg.);τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Arist.Pr. 929b39
:—[voice] Pass., to be squeezed up, opp. διέλκεσθαι, X.Mem.3.10.7;σ. τὰς ἀκοάς Arist.Pr. 904a21
; ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς ib. 964b3; συμπιασθῆναι, of the body, to be pinched in, grow lean, Hp.Epid.7.68 (but, to be fattened up, from συμπιαίνω, acc. to Littré): [tense] aor. [voice] Pass. subj. [ per.] 3pl.συμπιεχθῶσιν αἱ δίοδοι Id.Loc.Hom.9
; of an army,συνεπιέζετο τὰ μέσα D.C.36.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπιέζω
-
3 χλοιδᾶν
χλοιδᾶν· διέλκεσθαι καὶ τρυφᾶν, Hsch.; also χλοιδῶσι· θρύπτονται, Id., and [full] χλοιδέσκουσαι· γαστρίζουσαι, Id. (Cf. χλιδή, χλιδάω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλοιδᾶν
См. также в других словарях:
διέλκεσθαι — διέλκω tear asunder pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρικνώνω — ῥικνῶ, όω, ΝΜΑ [ῥικνός] 1. κάνω κάτι να ζαρώσει, καθιστώ κάτι ρικνό, τό σκεβρώνω 2. (μέσ. και παθ.) ρικνώνομαι και ῥικνοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ρικνός, συρρικνώνομαι, συμμαζεύομαι, συστέλλομαι β) ρυτιδώνομαι, ζαρώνω μσν. αρχ. 1. συστέλλω 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
χλοιδώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «χλοιδᾱν διέλκεσθαι καὶ τρυφᾱν» β) «χλοιδῶσι, θρύπτονται». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω] … Dictionary of Greek