-
1 διέλαθον
διαλανθάνωAcut. (Sp.)aor ind act 3rd plδιαλανθάνωAcut. (Sp.)aor ind act 1st sgδιέλᾱθον, διαλανθάνωAcut. (Sp.)imperf ind act 3rd pl (doric)διέλᾱθον, διαλανθάνωAcut. (Sp.)imperf ind act 1st sg (doric) -
2 διαλανθάνω
A- λήσω Isoc.3.16
, and as v.l. in Hp.Acut.(Sp.). 21 - λήσομαι: [tense] aor. διέλαθον: [tense] pf. :—escape notice, with part., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isoc.l.c.; but alsoδιαλαθὼν ἐσέρχεται Th.3.25
: c. acc. pers., escape the notice of,θεούς X.Mem.1.4.19
; σὲ τοῦτο διαλέληθε Pl.l.c., Isoc.1.44; ὁ διαλεληθὼς (sc. λόγος), a fallacy, Chrysipp.Stoic.2.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλανθάνω
См. также в других словарях:
διέλαθον — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd pl διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor ind act 1st sg διέλᾱθον , διαλανθάνω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (doric) διέλᾱθον , διαλανθάνω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)