-
1 διέκριθεν
διέκρῐθεν, διακρίνωseparate one from another: aor ind pass 3rd pl (epic) -
2 διακρίνω
δια-κρίνω, fut. διακρινέει, aor. διέκρῖνε, opt. διακρίνειε, pass. aor. διεκρίθην, 3 pl. διέκριθεν, opt. διακρινθεῖτε, inf. διακρινθήμεναι, part. -θέντε, -θέντας, perf. part. διακεκριμένος, mid. fut. inf. διακρινέεσθαι: part, separate, distinguish; ( αἰπόλια) ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν, Il. 2.475; of parting combatants, μαχησόμεθ' εἰσόκε δαίμων | ἄμμε διακρίνῃ, Il. 7.292; ‘distinguish,’ Od. 8.195; freq. in passive.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διακρίνω
См. также в других словарях:
διέκριθεν — διέκρῐθεν , διακρίνω separate one from another aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)