-
1 διεδραμον
-
2 διέδραμον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διέδραμον
-
3 διέδραμον
αόρ. от διατρέχω -
4 διέδραμον
διατρέχωrun across: aor ind act 3rd plδιατρέχωrun across: aor ind act 1st sg -
5 διατρεχω
(fut. διαδραμοῦμαι, aor. 2 διέδρᾰμον)1) пробегать(ἰχθυόεντα κέλευθα Hom.; στρατόπεδον Thuc.; τὰ μεταξύ Plut.)
διατρέχοντες ἀστέρες Arph. — блуждающие звезды;ὅτι τάχιστα διαδραμεῖν τὸν λόγον Plat. — поскорее произнести речь;ἅπαντα τὸν βίον διαδραμεῖν Plat. — прожить свою жизнь до конца2) распространяться, проноситься(θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.; νεφέλαι διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι Theocr.)
3) проделать4) проникать -
6 διατρέχω
A- έδρᾰμον Od.3.177
, etc., also- έθρεξα Call.Lav. Pall.23
, AP5.225 (Paul. Sil.):— run across or over, ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Od.l.c.;τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ; 5.100
; ; pass through,διὰ τῆς πόλεως Sammelb.3924.26
(i A.D.).2 metaph., run through, ;τὰ ἡδέα X.Mem.2.1.31
; δ. τὸν λόγον get to the end of it, Pl.Phdr. 237a.II abs., run about, , cf. Men.Epit. 245; ;νεφέλαι διέδραμον Theoc.22.20
: metaph., run through, spread,ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp.Com.1.16
;δ. σάλος ἁπάντων καὶ νεωτερισμός Plu.Alex.68
;θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Id.Pyrrh.13
.2 of Time, pass away, Hdn.2.6.3.3 δ. εἰς.. come quite to.., Hp.Int. 39; δ. μέχρι penetrate to.., Plu.Pyrrh. 24;πρὸς τὴν οἰκονομίαν PGiss. 79ii4
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατρέχω
-
7 δια-τρέχω
δια-τρέχω (s. τρέχω), 1) durchlaufen; von Schiffen, αἱ δὲ μάλ' ὦκα ἰχϑυόεντα κέλευϑα διέδραμον Odyss. 3, 177; Hermes fragt Odyss. 5, 100 τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ ἄσπετον; – τὸ στρατόπεδον διαδραμών Thuc. 2, 25; übertr., τὸν λόγον Plat. Phaedr. 237 a; ἅπαντα τὸν βίον Legg. VII, 802 a; τὰ ἡδέα, alle Genüsse durchlaufen, Xen. Mem. 2, 1, 31; πληγὴ διαδραμοῦσα μέχρι, ein Hieb, der durchdringt, Plut. Pyrrh. 24. – 2) hin u. her laufen; ἀτρεμίζων καὶ μὴ δ. Antiph. III β 5; ἀστέρες Ar. Pax 838; ἔνδοϑέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 16); ἡ φήμη διέδραμε, verbreitete sich, Hdn. 3, 2, 13. u. öfter; wie νεωτερισμός Plut. Alex. 68; ϑροῠς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Pyrrh. 13. – Aor. διέϑρεξα Call. Lav. Pall. 23.
-
8 διατρέχω
(αόρ. διέτρεξα и διέδραμον) 1. μετ.1) пробегать; проходить, проезжать; протекать; пересекать (местность); ρίγος διέτρεξε το σώμα μου мурашки пробежали по телу;η φήμη διατρέχει — слух идёт;
2) перебегать, переходить;§ διατρέχω κίνδυνο — подвергаться опасности, быть в опасности;
διατρέχω τό εικοστόν *τος τής ηλικίας μου — мне идёт двадцатый год;
2. αμετ. происходить, случаться, иметь место -
9 διατρέχω
δια - τρέχω, aor. 2 διέδραμον: run through or over, Od. 3.177 and Od. 5.100.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διατρέχω
См. также в других словарях:
διέδραμον — διατρέχω run across aor ind act 3rd pl διατρέχω run across aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)