-
1 διά-σφυξις
διά-σφυξις, ἡ, das Schlagen des Pulses, Medic., φλεβῶν.
-
2 διάσφυξις
διά-σφυξις, ἡ, das Schlagen des Pulses
См. также в других словарях:
διάσφυξις — διάσφυξις, η (Α) 1. δυνατός σφυγμός 2. παλμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + σφύξις «σφυγμός» < σφύζω*) … Dictionary of Greek