-
1 διά-κοπρος
διά-κοπρος, ον, stark gedüngt, Theophr.
-
2 διάκοπρος
διά-κοπρος, ον, stark gedüngt
См. также в других словарях:
κόπρανα — τα (ΑM κόπρανα) τα στερεά άχρηστα προϊόντα τής πέψης που αποβάλλονται διά μέσου τού πρωκτού, τα περιττώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα αν ον (πρβλ. έδρ αν ον, κόπ αν ον)] … Dictionary of Greek