Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διά-δοχος

См. также в других словарях:

  • Diadochokinese — Dia|docho|kine̱se [gr. διαδοχος = ablösend, abwechselnd u. gr. ϰινησις = Bewegung] w; , n: Fähigkeit, einander entgegengesetzte Bewegungen rasch hintereinander geordnet auszuführen …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»