-
41 διαφόροις
διάφοροςdifferent: masc /fem /neut dat pl -
42 διαφόρου
διάφοροςdifferent: masc /fem /neut gen sg -
43 διαφόρους
διάφοροςdifferent: masc /fem acc pl -
44 διαφόρων
διάφοροςdifferent: masc /fem /neut gen pl -
45 διάφορα
διάφοροςdifferent: neut nom /voc /acc pl -
46 διάφοροι
διάφοροςdifferent: masc /fem nom /voc pl -
47 çeşitli
διάφορος, ποικίλος -
48 διαφορωτέρα
διαφορωτέρᾱ, διάφοροςdifferent: fem nom /voc /acc comp dualδιαφορωτέρᾱ, διάφοροςdifferent: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————διαφορωτέρᾱͅ, διάφοροςdifferent: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
49 различный
различный διαφορετικός (неодинаковый)' διάφορος, ποικίλος (разнообразный)* * *διαφορετικός ( неодинаковый); διάφορος, ποικίλος ( разнообразный) -
50 разнообразный
-
51 разный
разный διάφορος (разнообразный)' διαφορετικός (неодинаковый)* * *διάφορος ( разнообразный); διαφορετικός ( неодинаковый) -
52 различный
разли́чн||ыйприл1. (неодинаковый) διαφορετικός, διάφορος:\различныйые мнения о( διάφορες γνώμες·2. (разнообразный, всевозможный) διάφορος, ποικίλος, ποικιλο-μορφος, πολυειδἡς:самыми \различныйыми способами με τους κιό διαφορετικούς τρόπους. -
53 διαφορωτάτας
διαφορωτάτᾱς, διάφοροςdifferent: fem acc superl plδιαφορωτάτᾱς, διάφοροςdifferent: fem gen superl sg (doric aeolic) -
54 διαφορωτέρας
διαφορωτέρᾱς, διάφοροςdifferent: fem acc comp plδιαφορωτέρᾱς, διάφοροςdifferent: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
55 διάφορ'
διάφορα, διάφοροςdifferent: neut nom /voc /acc plδιάφορε, διάφοροςdifferent: masc /fem voc sg -
56 διά-φορος
διά-φορος, 1) verschieden, verschiedenartig; Hsr. 2, 83 οὐ κατὰ τὠυτὸ ἑστᾶσι, ἀλλὰ διάφοροί εἰοι; ἕτερον ἑτέρου Plat. Parm. 141 b; διαφόρω καὶ δύο Legg. XII, 964 a; πολλὰ πολλοῖς δ. Eur. Med. 579. Dah. – 2) uneinig. feindlich, u. subst., der Feind, Gegner; τινί, Her. 2, 30; auch abs., 5, 75. 6, 23; ἑαυτοῖς γίγνεσϑαι, Plat. Legg. III, 679 b; Lys. 16, 11; τὸν ἑαυτοῦ διάφορον Dem. 29, 15; τινὸς εἶναι, Is. 1, 9; διαφόρως ἔχειν τινἰ, Dem. 33, 18; τὸ δ., die feindliche Partei, D. Hal. 6, 36. – 3) ausgezeichnet, Plat. τινός, von Einem, Legg. 947 b; πολύ γ ἐστὶ πάντων τῶν ποιητῶν διάφορος Antiphan. Ath. XIV, 613 d; πρὸς ἀρετήν, in Tugend, Plut. Cleom. 16; adv., Pol. 13, 7, 2 u. A.; auch = dienlich: πρὸς σωτηρίαν, zu, Plat. Legg. VI, 779 b; διάφορον ἐδόκει τὸ χωρίον ἑτέρου μᾶλλον, wichtiger als ein anderes, Thuc. 4, 3. – Neutrum τὸ διάφορον, = ἡ διαφορά, – a) Unterschied, Her. 2, 7; bes. = Streit, Thuc. 7. 55; Streitpunkt, 1, 56, u. oft. – b) Vortheil; Thuc. 4, 86; Dem. 1, 27. – c) Aufwand, Kosten, Arist.; Dion. Hal. 5, 63; Geld, Pol. 4, 18, 8 u. öfter.
-
57 ἀν-όμοιος
ἀν-όμοιος, unähnlich, ungleich, καὶ διάφορος Plat. Legg. IX, 716 d ( ἀνομοία Lob. Phryn. 106); τινί, öfter; ἑτεροῖα καὶ ἀνόμοια ἑαυτοῖς Parm. 165 d; ἐναντιώτατα καὶ ἀνομοιότατα 159 a; τὸ ἀνόμοιον, Unähnlichkeit. – Adv. ἀνομοίως.
-
58 αδιαφορος
21) не отличающийся(ἀ. καὴ ὅμοιος Arst.)
2) безразличный Arst., Sext.3) неразличимый, недифференцированный(ὕλη ἄποιος καὴ ἀ. Plut.)
4) стих. (о гласном; лат. anceps) обоюдный, т.е. могущий быть то долгим, то коротким -
59 отличный от нуля
мат. διάφορος του μηδενός (0).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отличный от нуля
-
60 различный
1. (неодинаковый, разный) διαφορετικός 2. (разнообразный, всевозможный) διάφορος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различный
См. также в других словарях:
διάφορος — different masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφορος — η, ο (AM διάφορος, ον) 1. ανόμοιος, αλλιώτικος 2. ποικίλος, παντοειδής («διάφοροι λόγοι τόν ανάγκασαν να παραιτηθεί») 3. το ουδ. ως ουσ. το διάφορο* αρχ. 1. διφορούμενος, ασαφής 2. ασύμφωνος, εχθρικός («τοῑς οἰκείοις διάφορος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων… … Dictionary of Greek
διάφορος — η, ο αλλιώτικος, διαφορετικός, ποικίλος: Δεν αισθάνομαι καλά για διάφορους λόγους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφορώτερον — διάφορος different masc acc comp sg διάφορος different neut nom/voc/acc comp sg διάφορος different adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορωτάτων — διάφορος different fem gen superl pl διάφορος different masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορώτατα — διάφορος different adverbial superl διάφορος different neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορώτατον — διάφορος different masc acc superl sg διάφορος different neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρω — διάφορος different masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάφορος different masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρως — διάφορος different adverbial διάφορος different masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφορον — διάφορος different masc/fem acc sg διάφορος different neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορωτάτη — διάφορος different fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)