-
1 διάτρηση
[-ις (-εως)] η1) проделывание отверстия; протыкание, пробивание; прокол; 2) бурение; сверление; 3) пробиваемость;διάτρηση θώρακος — пробиваемость брони;
4) мед. прободение -
2 διάτρηση
[днатриси] ουσ. Θ. сверление, пробурливание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάτρηση
-
3 διάτρηση
[днатриси] ουσ θ сверление, пробурливание. -
4 διάτρηση
delme, delik açma -
5 διάτρηση
perforation -
6 delinme
διάτρηση -
7 perforation
διάτρηση -
8 zımbalama
διάτρηση, συρραφή -
9 перфорация
1. (отверстие, пробивка) η διάτρηση, η διατρύπηση, το τρύπημα 2. горн. η διάτρηση 3. (процесс переноса информации на носитель) η μεταφορά στοιχείων διά της διάτρησης στην ταινία ή στο δελτίο 4. мед. см.прободение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перфорация
-
10 perforation
1) (a small hole, or a number or line of small holes, made in a sheet of paper etc: The purpose of the perforation(s) is to make the paper easier to tear.) διάτρηση2) (the act of perforating or being perforated.) διάτρηση -
11 отбурить
ρ.σ.μ.1. κάνω διάτρηση.2. τελειώνω τη διάτρηση. -
12 бурение
η διάτρηση, η γεώτρηση- ερεύνηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бурение
-
13 пробивание
1. мех. η διατρύπηση, η διαπέραση 2. эл. см. пробой 3. вчт. η διάτρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробивание
-
14 прободение
(перфорация) мед. η διάτρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прободение
-
15 продавливание
η διάτρηση μέσω πίεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продавливание
-
16 прокол
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокол
-
17 проколка
(листовой заготовки) η διάτρηση, το τρύπημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проколка
-
18 прорубание
1. (сквозного отверстия в чем-л.) η διατρύπηση, η διάτρηση 2 (прохода, проезда в чем-л. при помощи каких-л. инструментов) η διάνοιξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорубание
-
19 просверливание
η διάτρηση, το τρύπημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > просверливание
-
20 прошивка
1. (пришивание, зашивание) η συρραφή 2. тех. (инструмент) το συρ-ραπτικό 3. тех. (операция) η κοίλανση ή η διάτρηση (με κεφαλή/βελόνα της κοίλανσης) 4. (в производстве бесшовных труб) το κοίλο τεμάχιο και η παραγωγή κοίλων τεμαχίων (στη σωληνοποιΐα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прошивка
См. также в других словарях:
διάτρηση — Διατρύπηση ιστού ή οργάνου που οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικό αίτιο. Όταν συντελείται σε κοίλο όργανο της κοιλιακής χώρας, επιτρέπει την είσοδο σε αυτήν υγρών, αέρα ή και των δύο. Η κατάσταση αυτή συνήθως προκαλεί ξαφνικό, έντονο πόνο,… … Dictionary of Greek
διάτρηση — η άνοιγμα τρύπας στην πλευρά σώματος, τρύπημα: Η διάτρηση στομάχου είναι πολύ επικίνδυνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
διατρητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάτρηση 2. αυτός που μπορεί να διατρυπά. 3. φρ. «διατρητική μηχανή» μηχανή με πληκτρολόγιο το οποίο συνδέεται με συγκρότημα διατρητικών ακίδων, για τη διάτρηση δελτίων κατά τη μηχανογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ … Dictionary of Greek
διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… … Dictionary of Greek
διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… … Dictionary of Greek
έκτρηση — η (Α ἔκτρησις) διάτρηση, τρύπημα, τρύπα … Dictionary of Greek
ανάτρηση — Η διάνοιξη κοιλότητας σε οστό, όπως για παράδειγμα η α. μετωπιαίου κόλπου. Χαρακτηριστική περίπτωση α. είναι η α. κρανίου που ήταν γνωστή ήδη από τη νεολιθική εποχή και γινόταν ασφαλώς για μαγικούς λόγους (με αυτήν ο εγκέφαλος απαλλασσόταν από τα … Dictionary of Greek