-
1 διάταξη
[-ις (-εως)] η1) приведение в порядок; размещение; расположение, расстановка; 2) статья, положение (закона, конституции); параграф, пункт, раздел (документа); 3) распоряжение, предписание, приказ; 4) воен, диспозиция;διάταξη μάχης — боевой порядок;
§ ημερησία διάταξη — повестка дня, (рас)порядок дня
-
2 διατάξη
διάταξιςdisposition: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————διατάξηι, διάταξιςdisposition: fem dat sg (epic)διατάσσωappoint: aor subj mid 2nd sgδιατάσσωappoint: aor subj act 3rd sgδιατάσσωappoint: fut ind mid 2nd sgδιατάσσωappoint: aor subj mid 2nd sgδιατάσσωappoint: aor subj act 3rd sgδιατάσσωappoint: fut ind mid 2nd sgδιατά̱ξῃ, διατήκωmelt: fut ind mid 2nd sg (doric) -
3 διατάξῃ
Βλ. λ. διατάξη -
4 διάταξη
[диатакси] ουσ. Θ. порядокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάταξη
-
5 διάταξη
[диатакси] ουσ θ порядок. -
6 διάταξη
одредба(μηχανισμός) направаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > διάταξη
-
7 διάταξη
düzen, nizam, düzenleniş -
8 διάταξη
disposition -
9 διάταξη
1) szyk (m) rzecz.2) układ (m) rzecz. -
10 διάταξη
1) uspořádání2) ustanovení -
11 διάταξη
1) array2) configuration3) provisionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διάταξη
-
12 ημερήσια διάταξη
дневен редГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ημερήσια διάταξη
-
13 ημερησία διάταξη
дневниот редГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ημερησία διάταξη
-
14 szyk
διάταξη -
15 расположение
расположен||иес1. (действие) ἡ τοπο-θέτηση [-ις]:\расположение лагерем воен. ἡ στρατοπέ-δευση [-ις], ὁ καταυλισμός·2. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ἡ τοποθεσία:\расположение са́да ἡ θέση τοῦ κήπου·3. воен. (район размещения войск) ἡ διάταξη:проникнуть в \расположение противника είσχωρώ στή διάταξη τοῦ ἐχθροῦ·4. (порядок размещения) ἡ σειρά, ἡ διάταξη:\расположение комнат ἡ διάταξη των δωματίων \расположение месторождений геол. ἡ διάταξη τῶν κοιτασμάτων5. (симпатия) ἡ εὔνοια, ἡ συμπάθεια:чувствовать κ кому-л, \расположение αἰσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον пользоваться чьйм-л, \расположениеием ἔχω τήν εὔνοια κάποιου·6. (наклонность) ἡ προδιαθεση [-ιςϊ ◊ быть в хорошем \расположениеии ду́ха ἔχω κέφι, ἔχω διάθεση· быть в плохом \расположениеии ду́ха δέν ἔχω κέφι. -
16 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
17 повестка
повестк||аж ἡ είδοποίηση [-ις], ἡ ἀγγελία (уведомление) / ἡ κλήση [-ις], ἡ κλήτευση [-ις] (в суд) / ἡ πρόσκληση [-ις], τό κάλεσμα (в армию)· ◊ \повестка дия ἡ ἡμερήσια διάταξη· поставить на \повесткау дня βάζω στήν ἡμερησία διάταξη· снять с \повесткаи дня βγάζω ἀπό τήν ἡμερησία διάταξη. -
18 расстановка
расстановк||аж ἡ τοποθέτηση [-ις], ἡ διάταξη:\расстановка сил ἡ διάταξη των δυνάμεων \расстановка кадров ἡ κατανομή τῶν στελεχών \расстановка слов в предложении ἡ σειρά (или ἡ διάταξη) τών λέξεων \расстановка книг ἡ τακτοποίηση τών βιβλίων ◊ говорить с \расстановкаой (ό)μιλώ ἀργά, (ό)μιλῶ χωρίς βιάση. -
19 дислоцировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.(στρατ.) κάνω διάταξη, διατάσσω το στράτευμα.1. διατάσσομαι, μπαίνω σε διάταξη.2. (γεωλ.) αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι, παίρνω άλλη διάταξη. -
20 передислоцировать
-рую, -руешь ρ.σ.μ. (στρατ.) κάνω νέα διάταξη, αλλάζω τη διάταξη ανακατατάσσω.ανακατατάσσομαι, υπόκειμαι σε νέα διάταξη.
См. также в других словарях:
διάταξη — η 1. διευθέτηση, τακτοποίηση: Η διάταξη των γραφείων στον όροφο άφηνε μεγάλο διάδρομο μεταξύ τους. 2. παράταξη στρατεύματος: Στην παρέλαση ο στρατός εμφανίζεται σε διάταξη πορείας. 3. διάταγμα κάποιας αρχής: Οι συγκεντρώσεις απαγορεύθηκαν με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάταξη — Τακτοποίηση, τοποθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση· επίσης η συνθήκη, η συμφωνία. (Μαθημ.) Ο όρος δ. αναφέρεται στη συνδυαστική ανάλυση και ορίζεται ως εξής: έστω Α ένα σύνολο με ν στοιχεία, όπου ν φυσικός αριθμός ≥ 2 και μ φυσικός αριθμός ≤ ν … Dictionary of Greek
διατάξη — διάταξις disposition fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάξῃ — διατάξηι , διάταξις disposition fem dat sg (epic) διατάσσω appoint aor subj mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 3rd sg διατάσσω appoint fut ind mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 3rd sg διατάσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… … Dictionary of Greek
ψυχρόμετρο — Διάταξη με την οποία μετριέται η σχετική και η απόλυτη υγρασία του αέρα. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός, ότι υπό την αυτή θερμοκρασία το νερό εξατμίζεται με ταχύτητα που εξαρτάται από την υγρομετρική κατάσταση του αέρα με τον οποίο αυτό… … Dictionary of Greek
αμορτισέρ — Διάταξη με προορισμό την ολική ή μερική απόσβεση κραδασμών που προέρχονται από κανονικές και μη κινήσεις των μηχανικών συστημάτων. (Ο όρος είναι γαλλικός, amortisseur, και αποδίδεται στα ελληνικά με τους όρους αποσβεστήρας κραδασμών, αποσβεστήρας … Dictionary of Greek
δίπολο — Διάταξη που αποτελείται από δύο φυσικές σημειακές οντότητες, οι οποίες θα αλληλοεξουδετερώνονταν, αν ήταν τοποθετημένες στο ίδιο σημείο. Στο δ. έχουν καθορισμένη απόσταση μεταξύ τους, προφανώς διάφορη της μηδενικής. Το απλούστερο ηλεκτρικό δ.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρογεννήτρια — Διάταξη που χρησιμοποιείται για τον μετασχηματισμό οποιασδήποτε μορφής ενέργειας (μηχανικής, θερμικής κλπ.) σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι η. ονομάζονται και ηλεκτρομηχανικές γεννήτριες, αλλά με την ευρύτερη έννοια ο όρος η. περιλαμβάνει τις… … Dictionary of Greek
ανεμοδόχος — Διάταξη αγωγών που χρησιμεύει για την ανανέωση του ατμοσφαιρικού αέρα μέσα σε κλειστούς χώρους (στοές ορυχείων, διαμερίσματα πλοίων, αποθήκες υπόγειες ή χωρίς παράθυρα κλπ.). Το κάτω μέρος του αγωγού απολήγει σε πολλές εξόδους, μία για κάθε… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικό πυροβόλο — Διάταξη παραγωγής δέσμης από ηλεκτρόνια υψηλής ταχύτητας βασικό τμήμα του κινησιοσκοπίου. Βλ. λ. κινησιοσκόπιο … Dictionary of Greek