-
1 διάστρωμα
II = digestum, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάστρωμα
См. также в других словарях:
διάστρωμα — διάστρωμα, το (AM) 1. καταγραφή, κατάλογος 2. καταγραφή τίτλου ιδιοκτησίας σε κτηματολόγιο 3. πανδέκτης* … Dictionary of Greek