Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διάλυση

  • 1 διάλυση

    [-ις (-εως)] η
    1) разложение (на составные части), распад (молекулы и т. п.); 2) растворение; растапливание; 3) раствор; 4) разборка (механизма); 5) отмена, аннулирование (контракта и т. п.); расторжение (брака); 6) ликвидация (организации);

    διάλυση καταστήματος — распродажа товаров (при ликвидации магазина);

    7) роспуск (парламента и т. п.); расформирование; рассеивание, разгон (толпы);
    8) рассеивание (дыма, тумана и т. п.); 9) мед. рассасывание; 10) полигр, ссыпание (набора)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διάλυση

  • 2 διάλυση

    [диалиси] ουσ. В. разложение, (χημ.) раствор,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάλυση

  • 3 διάλυση

    [диалиси] ουσ θ разложение, (χημ) раствор.

    Эллино-русский словарь > διάλυση

  • 4 ισχυρός

    η, ό [ά, όν ]
    1) в разн. знач сильный, крепкий;

    ισχυρή θέληση ( — или επιθυμία) — большое желание;

    ισχυρός χαρακτή:

    ρας сильный характер;

    ισχυρή αντίσταση — мощное сопротивление;

    ισχυρό χτύπημα — мощный удар;

    ισχυρή κράση — крепкое телосложение; — крепкий организм;

    ισχυρή φωνή — сильный голос;

    ισχυρός πυρετός (άνεμος) — сильный жар (ветер);

    ισχυρόν ψύχος — сильный мороз;

    ισχυρή δόση φαρμάκου — большая доза лекарства;

    ισχυρή διάλυση οξέος — крепкий раствор кислоты;

    2) сильный, влиятельный; могущественный;
    3) веский, значительный, убедительный;

    ισχυρο επιχείρημα — веский аргумент;

    ισχυρές ενδείξεις ενοχής — веские доказательства виновности;

    4) юр. действительный, имеющий силу закона, законный; вступивший в силу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ισχυρός

  • 5 συναγερμός

    ο
    1) призыв к действию; объявление тревоги; 2) сбор, собрание (большое);

    παλλαϊκός συναγερμός — всенародный сбор;

    3) воен, тревога (сигнал);

    αντιαεροπορικός συναγερμός — воздушная тревога;

    σημαίνω συναγερμό — объявить тревогу;

    χτυπώ συναγερμό — бить в набат, поднимать тревогу;

    δίνω το σύνθημα τού συναγερμού — подавать сигнал тревоги, объявлять тревогу;

    διάλυση συναγερμου — отбой (тревоги)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συναγερμός

См. также в других словарях:

  • διάλυση — η (AM διάλυσις, έως) [διαλύω] 1. ο διαχωρισμός, η ανάλυση 2. ο χωρισμός σύνθετου σώματος στα συστατικά του μέρη, η αποσύνθεση 3. αποσύνδεση, αποσυναρμολόγηση 4. διακοπή εργασιών («διάλυση καταστήματος») 5. διασκόρπιση («διάλυση συγκέντρωσης») 6.… …   Dictionary of Greek

  • διάλυση — η 1. διαχωρισμός, διασκόρπιση, αποσύνδεση των μελών ενός συνόλου: Πήρα διάφορα ανταλλακτικά μετά τη διάλυση της μηχανής του κατεστραμμένου αυτοκινήτου. 2. φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο μόρια ενός στερεού διαλύονται μέσα σε υγρό για να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλύσῃ — διαλύσηι , διάλυσις separating fem dat sg (epic) διαλύ̱σῃ , διαλύω loose one from another aor subj mid 2nd sg διαλύ̱σῃ , διαλύω loose one from another aor subj act 3rd sg διαλύ̱σῃ , διαλύω loose one from another fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»