-
1 διαλογή
2 = διάλογος or διάλεξις, Ps.-Hdt.Vit.Hom.36.4 οἱ ἐπὶ τῆς δ. or πρὸς τῇ δ., officials in charge of checking and transmission of documents to the archives, POxy. 34vii 3(ii A.D.), PLips. 10ii33 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλογή
-
2 διαλογίζομαι
A- λελόγισμαι Amphis 33.9
:—balance accounts,πρός τινα D.52.3
; (iii B.C.):—[voice] Pass., SIG 241C127 (Delph., iv B.C.).2 calculate exactly,ὁπόσον.. Diph.43.15
, cf. Amphis l.c.; consider,ἀεί τι δ. καλόν Democr.112
, cf. Isoc.6.90, Men.Epit.36; κενὰ δ. ib. 347;πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45
; stop to consider, D.18.98; distinguish between,τὰ καλὰ καὶ τὰ μή Aeschin.1.18
.IV c. acc. loci. hold a circuit court (Lat. conventus) for a district, PRyl. 74.8 (ii A.D.), POxy.484.24 (ii A.D.);ἐν Ἰονλιοπόλει BGU903.18
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλογίζομαι
-
3 διαλογικός
A belonging to dialogue, or in dialogue form,περίοδος Demetr.Eloc.19
,21;εἶδος συγγραφῆς Porph.Plot.9
,17;συγγράμματα Phlp.in Cat.3.15
, cf. Dex.in Cat.4.2. Adv.-κῶς, ἀπαγγέλλειν TheonProg.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλογικός
-
4 διαλόγισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλόγισμα
-
5 διαλογισμός
διαλογ-ισμός, ὁ,A balancing of accounts, D.36.23, PRev.Laws17.17(pl.), IG5(1).1432.6 ([place name] Messene), etc.: hence,II calculation, consideration, Pl.Ax. 367a;δ. λαβεῖν περὶ σφῶν αὐτῶν Str. 5.3.7
; ὁ δ. οὗτος this consideration, Phld.D.1.15.V judicial inquiry, PTeb.27.35 (ii B.C.), PFay.66.2 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλογισμός
-
6 διαλογιστέον
A one must calculate, Sor.1.96.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλογιστέον
-
7 διαλογιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλογιστικός
-
8 διάλογος
A conversation, dialogue, Pl.Prt. 335d, Demetr.Eloc. 223;δ. τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτήν Pl.Sph. 263e
;οἱ Σωκρατικοὶ δ. Arist. Fr.72
;τὰ ἐν τοῖς δ.
debating arguments,Id.
APo. 78a12: generally, talk, chat, Cic.Att.5.5.2.III = διαλογισμός 1, PHib.1.122 (iii B.C.), PTeb.58.31 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλογος
См. также в других словарях:
συλλογέας — ο, / συλλογεύς, ΝΜΑ νεοελλ. συλλέκτης, αυτός που καταρτίζει συλλογή («συλλογέας πινάκων») μσν. αρχ. αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («τοὺς συλλογέας τῶν δεκατευομένων καρπῶν», Πολύαιν.) αρχ. (στην Αθήνα) αυτός που εισέπραττε τους φόρους,… … Dictionary of Greek