Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διάληψις

См. также в других словарях:

  • διάληψις — ( εως), η (Α) [διαλαμβάνω] 1. λαβή, πιάσιμο και με τα δύο χέρια 2. χωρητικότητα 3. διάκριση, χωρισμός 4. κατανόηση, αντίληψη 5. κρίση, γνώμη 6. πραγματεία …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՐԾԻՔ — (ծեաց, ծեօք.) NBH 1 1070 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 13c գ. δόξα, δόκησις, ὐπόνοια , διάληψις, προσδοκία, ὐποψία եւն. opinio, sententia, existimatio, expectatio, suspicio եւն. որ եւ ԿԱՐԾ, ԿԱՐԾՔ. Ճանաչումն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»