-
1 διάληψις
διά-ληψις, ἡ, (1) das Trennen, der Zwischenraum; Geräumigkeit; ἐκ καταφορᾶς χρώμενοι ὀρϑαῖς ταῖς μαχαίραις, im Nahkampf stichweise, nicht mit dem Hieb kämpfen. (2) Auffassen, Meinen, Beschluss -
2 ἀ-μετά-θετος
См. также в других словарях:
διάληψις — ( εως), η (Α) [διαλαμβάνω] 1. λαβή, πιάσιμο και με τα δύο χέρια 2. χωρητικότητα 3. διάκριση, χωρισμός 4. κατανόηση, αντίληψη 5. κρίση, γνώμη 6. πραγματεία … Dictionary of Greek
ԿԱՐԾԻՔ — (ծեաց, ծեօք.) NBH 1 1070 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 13c գ. δόξα, δόκησις, ὐπόνοια , διάληψις, προσδοκία, ὐποψία եւն. opinio, sententia, existimatio, expectatio, suspicio եւն. որ եւ ԿԱՐԾ, ԿԱՐԾՔ. Ճանաչումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)