-
61 избраниик
избран||иикм ὁ ἐκλεκτός, ὁ διαλεκτός:народный \избраниикник ὁ ἐκλεγμένος (или ἐκπρόσωπος, ἀντιπρόσωπος) τοῦ λαοῦ. -
62 избранный
избранн||ый1. прич. от избрать·2. прил прям., перен ἐκλεγμένος, διαλεκτός, ἐκλεκτός:\избранныйое общество ἡ ἐκλεκτή κοινωνία· \избранныйые сочинения ἡ ἐκλογή, τά ἐκλεκτά ἔργα·3. \избранныйые мн. οἱ ἐκλεκτοί, ὁΐ διαλεγμένοι. -
63 местный
местн||ыйприл в разн. знач. τοπικός/ ἐντόπιος, ἐγχώριος (здешний, туземный):\местныйый житель ὁ ἐντόπιος· \местныйый · колорит τό τοπικό χρώμα· \местныйый говор ἡ ντοπιολαλιά, ἡ τοπική διάλεκτος· \местныйое явление τό τοπικό φαινόμενο· \местныйый наркоз мед. ἡ τοπική ἀναισθησία· \местныйые вли́сти οἱ τοπικές ἀρχές· \местныйый комитет см. местком. -
64 наречие
наречие Iс (диалект) ἡ διάλεκτος.наречие IIс грам. τό ἐπίρρημα. -
65 διαλέκτω
-
66 διαλέκτῳ
-
67 διαλέκτωι
διαλέκτῳ, διάλεκτοςdiscourse: fem dat sg -
68 dialectos
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > dialectos
-
69 1258
{сущ., 6}диалект, наречие, язык, речь, говор, произношение.Ссылки: Деян. 1:19; 2:6, 8; 21:40; 22:2; 26:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1258
-
70 dialect
(a way of speaking found only in a certain area or among a certain group or class of people: They were speaking in dialect.) διάλεκτος -
71 select
[sə'lekt] 1. verb(to choose or pick from among a number: She selected a blue dress from the wardrobe; You have been selected to represent us on the committee.) διαλέγω,επιλέγω2. adjective1) (picked or chosen carefully: A select group of friends was invited.) διαλεκτός2) (intended only for carefully chosen (usually rich or upper-class) people: That school is very select.) για τους εκλεκτούς•- selective
- sellectively
- selectiveness
- selector -
72 диалект
[ντιαλιέκτ] οοσ. α διάλεκτος -
73 наречие
[ναριέτσιιε] ουσ. ο. διάλεκτος -
74 диалект
[ντιαλιέκτ] ουσ α διάλεκτος -
75 наречие
[ναριέτσιιε] ουσ ο διάλεκτος -
76 аттический
επ.αττικός•аттический диалект αττική διάλεκτος.
εκφρ.- ая соль – αττικό αλάτι (λεπτότητα πνεύματος). -
77 говор
-а α.1. ομιλία, κουβέντα•за сте-ного слышался тихий говор πίσω από τον τοίχο α-κούονταν σιγανή κουβέντα.
|| κοφτός θόρυβος• ψίθυρος.2. (απλ.) φήμη, διάδοση, λόγια.3. προφορά.(γλωσ.) διάλεκτος. -
78 диалект
-а α.διάλεκτος, τοπολαλιά. -
79 дорический
-
80 ионийские
κ. ионический1επ. ιωνικός•диалект ιωνική διάλεκτος•
ионийские стих ιωνικός στίχος•
- ордер (αρχτ.) ιωνικός ρυθμός.
См. также в других словарях:
διάλεκτος — discourse fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διάλεκτος — η η γλωσσική διαφοροποίηση μιας γλώσσας από τόπο σε τόπο, το γλωσσικό ιδίωμα: Η ποντιακή διάλεκτος ήταν η γλώσσα των προγόνων μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
τσακωνική διάλεκτος — Η διάλεκτος των σημερινών Τ. είναι ιδιόρρυθμη, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Είναι η μόνη από τις νεοελληνικές διαλέκτους η οποία δεν προέρχεται από την αττική, όπως όλες οι άλλες, αλλά απευθείας από τη λακωνική, της οποίας αποτελεί συνεχή και… … Dictionary of Greek
παμφυλιακή διάλεκτος — Η διάλεκτος της αρχαίας Π., κράμα αρχαϊκών και δωρικών λέξεων καθώς και βαρβαρικών της Μικράς Ασίας. Πολλοί γλωσσολόγοι την εντάσσουν στην ομάδα των αχαϊκών διαλέκτων, στην οποία ανήκε και η αρχαία αρκαδική και η κυπριακή. Άλλοι πάλι τη θεωρούν… … Dictionary of Greek
ποντιακή διάλεκτος — Bλ. λ. Πόντος … Dictionary of Greek
αμχαρική ή αμαρική γλώσσα — Διάλεκτος που ομιλείται στην επαρχία Αμχάρα της Αιθιοπίας. Η διάδοσή της άρχισε τον 13ο αι. μ.Χ. και γρήγορα υποκατέστησε την αιθιοπική, που χρησιμοποιείται τώρα μόνο στους εκκλησιαστικούς ύμνους. Η α. είναι, μαζί με την αραβική, η πιο… … Dictionary of Greek
διαλέκτοις — διάλεκτος discourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλέκτου — διάλεκτος discourse fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλέκτους — διάλεκτος discourse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)