Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διάκειμαι

  • 1 благоволить

    -лю, -лишь, ρ.δ.
    1. με δοτ. ευνοώ, διάκειμαι ευνοϊκά•

    начальник ему -ит ο προϊστάμενος τον έχει ευνοούμενο του.

    2. (παλ.) ευαρεστούμαι, (στο τέλος επιστολής)•

    -ите ответить ευαρεστηθείτε να απαντήσετε.

    Большой русско-греческий словарь > благоволить

  • 2 доброжелательствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    ευνοώ, διάκειμαι ευνοϊκά, έχω καλές(αγαθές) διαθέσεις, εμφορούμαι, διαπνέομαι από αγαθές διαθέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > доброжелательствовать

  • 3 навстречу

    επίρ.
    σε (η προς, για) συνάντηση, υποδοχή, προύπάντηση.
    εκφρ.
    идти навстречу – α) (για κακό)•
    идти навстречу своей гибели – επιταχύνω το τέλος μου, πηγαίνω να βρω το θάνατο μου. β) ικανοποιώ• διάκειμαι συμβιβαστικά.

    Большой русско-греческий словарь > навстречу

  • 4 снизойти

    снизойду, снизойдшь, παρλθ. χρ. снизошл
    κ. παλ. снисшл, снизошла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. снизошедший
    κ. παλ. снис-шедший
    ρ.σ.
    1. παλ. κατεβαίνω, κατέρχομαι. || αγκαλιάζω, περιβάλλω.
    2. διατίθεμαι (διάκειμαι) ευνοίκά• γίνομαι συγκαταβατικός, δείχνω επιείκεια• καταδέχομαι• φέρνομαι μεγαλόψυχα•

    снизойти на просьбу εισακούω την παράκληση•

    снизойти до разговора καταδέχομαι να συνομιλήσω•

    снизойти к нуждам κατανοώ τις ανάγκες (συμπονώ)•

    снизойти к человеческим слабостям είμαι συγκαταβατικός προς τις ανθρώπινες αδυναμίες.

    Большой русско-греческий словарь > снизойти

  • 5 Reduce

    v. trans.
    Lessen: P. ἐλασσοῦν, μειοῦν (Xen.).
    Cut down: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν.
    Subdue, put down: P. and V. καταστρέφεσθαι, κατεργάζεσθαι, καθαιρεῖν.
    Reduce by warfare: P. καταπολεμεῖν (acc.).
    Reduce by siege: P. ἐκπολιορκεῖν (absol.).
    Reduce by hunger: P. ἐκπολιορκεῖν λιμῷ (Thuc. 1, 134).
    Get into one's power: P. and V. χειροῦσθαι, ποχείριον λαμβνειν, P. ὑφʼ ἑαυτῷ ποιεῖσθαι, V. χείριον λαμβνειν (Eur., Cycl.).
    Reduee to order: P. διακοσμεῖν, P. and V. κοσμεῖν.
    Reduce to a state: P. and V. καθιστναι (εἰς, acc.), P. κατάγειν (εἰς, acc.).
    I was reduced to the depths of despair: P. εἰς πολλὴν ἀθυμίαν κατέστην (Lys. 120). You see
    how I am reduced by sickness: P. ὁρᾶτε δὴ ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου (Thuc. 7, 77).
    Reduce ( in bulk): P. and V. ἰσχναίνειν (Plat.).
    When the suffering was reduced: V. ὅτε... ὁ μοχθὸς ἦν πέπων (Soph., O.C. 437).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reduce

См. также в других словарях:

  • διάκειμαι — βλ. πίν. 158 (παρατ. γ προσ. διέκειντο) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διάκειμαι — to be served at table pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκειμαι — (AM διάκειμαι) (για πρόσωπα και με επιρρ. που εκφράζουν ψυχική διάθεση) βρίσκομαι σ αυτήν ή την άλλη κατάσταση, είμαι διατεθειμένος («διάκειμαι ευνοϊκά», «διάκειμαι εχθρικά») αρχ. μσν. (για κτήρια ή κτήματα) κείμαι, βρίσκομαι αρχ. 1. κείμαι πάνω… …   Dictionary of Greek

  • διάκειμαι — είμαι διατεθειμένος, έχω αυτή ή εκείνη τη στάση και διάθεση απέναντι σε κάτι ή κάποιον: Ο προϊστάμενος διάκειται ευνοϊκά απέναντι στην προαγωγή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακειμένων — διάκειμαι to be served at table perf part mp fem gen pl διάκειμαι to be served at table perf part mp masc/neut gen pl διάκειμαι to be served at table pres part mp fem gen pl διάκειμαι to be served at table pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακείμενον — διάκειμαι to be served at table perf part mp masc acc sg διάκειμαι to be served at table perf part mp neut nom/voc/acc sg διάκειμαι to be served at table pres part mp masc acc sg διάκειμαι to be served at table pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκεισθε — διάκειμαι to be served at table pres imperat mp 2nd pl διάκειμαι to be served at table pres ind mp 2nd pl διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκεισθον — διάκειμαι to be served at table pres ind mp 3rd dual διάκειμαι to be served at table pres ind mp 2nd dual διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακειμέναις — διάκειμαι to be served at table perf part mp fem dat pl διάκειμαι to be served at table pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακειμένη — διάκειμαι to be served at table perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) διάκειμαι to be served at table pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακειμένην — διάκειμαι to be served at table perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) διάκειμαι to be served at table pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»