Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δηρός

См. также в других словарях:

  • δηρός — δηρός, ά, όν και δωρ. τ. δαρός (Α) 1. μακρός, μακράς διάρκειας 2. (το ουδ. ως επίρρ.) δηρόν και δαρόν πάρα πολύ, για πολύν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFa ros. Η ρίζα *δFā «μακριά, επί μακρόν» απαντά και στο επίρρ. δην*. Η λ. δηρός αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • δηρός — long masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηρόν — δηρός long masc acc sg δηρός long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηρῆς — δηρός long fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηρή — δηρός long fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηρῶ — δηρός long masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηρώ — δηρός long masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήρ' — δηρά , δηράς ridge of a chain of hills fem voc sg δηρά , δηρός long neut nom/voc/acc pl δηρά̱ , δηρός long fem nom/voc/acc dual δηρά̱ , δηρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δηρέ , δηρός long masc voc sg δηραί , δηρός long fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαρά — δᾱρά , δαήρ Aus Lydien masc acc sg δᾱρά , δηρός long neut nom/voc/acc pl (doric) δᾱρά̱ , δηρός long fem nom/voc/acc dual (doric) δᾱρά̱ , δηρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηρά — δηράς ridge of a chain of hills fem voc sg δηρός long neut nom/voc/acc pl δηρά̱ , δηρός long fem nom/voc/acc dual δηρά̱ , δηρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»