Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δηρή

См. также в других словарях:

  • δηρή — δηρός long fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήρη — δή̱ρη , δῆρις battle fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόδερα — τα γένος νηματωδών σκωλήκων τής οικογένειας ετεροδερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodera < hetero (πρβλ. ετερο *) + dera (πρβλ. δηρή)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»