Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δηναιός

См. также в других словарях:

  • δηναιός — δηναιός, ή, όν και δωρ. τ. δαναιός, ά όν (Α) 1. μακροχρόνιος, διαρκής 2. γέροντας 3. αρχαίος, παλαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε σύνθετη από τα δην και *αιFos, παράλληλο τ. τού αιών, πράγμα πιο πιθ. από την υπόθεση ότι προέρχεται από δην +… …   Dictionary of Greek

  • δηναιός — long lived masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιά — δηναιός long lived neut nom/voc/acc pl δηναιά̱ , δηναιός long lived fem nom/voc/acc dual δηναιά̱ , δηναιός long lived fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιῶν — δηναιός long lived fem gen pl δηναιός long lived masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιόν — δηναιός long lived masc acc sg δηναιός long lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιαί — δηναιός long lived fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιοῖσι — δηναιός long lived masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιοί — δηναιός long lived masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιοῦ — δηναιός long lived masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιούς — δηναιός long lived masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιᾶς — δηναιός long lived fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»