-
1 δημωφελής
δημ-ωφελής, ές,A of public use, ;πολιτεύματα Plu.2.784d
;δ. τι πραχθέν D.C.72.7
, cf. Luc.Bis Acc.11;τὸ δ.
the common good,Hdn.
2.3.8: [comp] Sup.τὸ -έστατον Ph.2.177
.2 of persons, Democr.282, Phld.Rh.2.02 S.;ἡγεμών Plu.Sull.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημωφελής
См. также в других словарях:
οικωφελής — οἰκωφελής, ές (Α) ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ωφελής (< ὄφελος). Το ω οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ ωφελής, ψυχ ωφελής)] … Dictionary of Greek