-
1 δημ-ηγορία
δημ-ηγορία, ἡ, das Reden zum Volke in den Volksversammlungen, Plat. Phaedr. 216 d; δημηγορίαν ποιεῖσϑαι ἐπί τινι Dem. 24, 161; bes. eine nur die Ergötzlichkeit der Zuhörer u. Täuschung des Volkes, nicht die Wahrheit bezweckende Rede, Plat. Theaet. 162 d; vgl. Din. 1, 31; daher auch die Dichtkunst so genannt wird, Plat. Gorg. 502 c.
-
2 δημηγορία
δημ-ηγορία, ἡ, das Reden zum Volke in den Volksversammlungen; bes. eine nur die Ergötzlichkeit der Zuhörer u. Täuschung des Volkes, nicht die Wahrheit bezweckende Rede; daher auch die Dichtkunst so genannt wird -
3 δημηγορια
ἥ1) публичное выступление, речь перед народом Xen., Aeschin., Plat., Arst.2) льстивая или демагогическая речь(κολακεία καὴ δ. Plat.)
См. также в других словарях:
φιληγορία — και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α το να μιλά κανείς φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος / ηγορία (< ἀγορά),… … Dictionary of Greek
τοπηγορία — ἡ, Α συζήτηση για κοινό τόπο, για κοινοτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία, με έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ., όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος και ηγορία, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ.… … Dictionary of Greek
μυστηγορία — μυστηγορία, ἡ (Α) ομιλία μυστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηγορία (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τὴς «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
συκηγορία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) ψευδής κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το ητού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης] … Dictionary of Greek