-
1 δημεύω
A seize as public property, esp. of a citizen's goods, confiscate, Th.5.60, And.1.51;πολλὰ δ. διὰ τῶν δικαστηρίων Arist.Pol. 1320a5
: abs., D.8.69,71:—[voice] Pass.,τὰ δημευόμενα Arist.Ath.43.4
; ; later of persons,ἐδημεύθη τὴν οὐσίαν Philostr.VS2.1.2
;δημευθήσεσθαι Hdn.2.14.3
.II generally, make public, δεδήμευται κράτος the power is in the hands of the people, E.Cyc. 119:—[voice] Pass., also, to be published, Pl.Phlb. 14d, 14e.III δεδημευμένα ὀνόματα vulgarized, hackneyed words, Ammon.in Int.66.3. -
2 конфисковать
См. также в других словарях:
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
μπαγιατεύω — και μπαγιατιάζω 1. (για τρόφιμα) καθίσταμαι μπαγιάτικος, χάνω τη φρεσκάδα μου («πέταξε το ψωμί γιατί μπαγιάτεψε») 2. (κατ επέκτ.) παλιώνω (α. «αισθήματα που έχουν πια μπαγιατέψει» β. «μπαγιάτεψ η αγάπη μας και να βρω θέλω μι άλλη», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
παινεύω — και παινώ (Μ παινῶ, άω) 1. επαινώ, εγκωμιάζω 2. μέσ. παινεύομαι καυχιέμαι, περιαυτολογώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παινεμένος, η, ο πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός («Αρβανίτες παινεμένοι, πού ν ο Αλή πασάς καημένοι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek