-
1 δημοσιος
Iдор. δᾱμόσιος 3(обще)народный, общественный, государственный(ἀγρός Her.; πλοῦτος Thuc.; πλοῖα Plat.; ἀγών Plat., Aeschin.; ὁδοί, τροφαί Arst.; πράγματα Plut.; διαιρεῖν εἰς τρία μέρη τέν χώραν, τέν μὲν ἱερὰν, τέν δὲ δημοσίαν, τέν δ΄ ἰδίαν Arst.)
δίκαι δημόσιαι Arst. — процессы по обвинениям в государственных преступленияхIIὅ1) глашатай Her.2) блюститель порядка, полицейский Arph.3) писец Dem.4) палач Diod.5) искупительная жертва Arph. (ср. φαρμακός) -
2 δημόσιος
δημόσιος, ά, ον ['народный'] официальный, казенный -
3 δημόσιος
α, ο [ία, ον]1) общественный; публичный, народный;δημόσια ασφάλεια — общественная безопасность;
δημόσια έργα — общественные работы;
δημόσια περιουσία — общественное имущество;
δημόσία αγόρευσις — публичное выступление;
δημόσια μομφή ( — или κατάκριση) — общественное порицание;
δημόσια εκπαίδευση — народное образование;
2) государственный;δημόσιος υπάλληλος — государственный служащий;
§ δημόσιος δρόμος — или δημόσία οδός — шоссе
-
4 δημόσιος
{прил., 4}всенародный, общенародный, общественный, государственный.Ссылки: Деян. 5:18; 16:37; 18:28; 20:20.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δημόσιος
-
5 δημόσιος
{прил., 4}всенародный, общенародный, общественный, государственный.Ссылки: Деян. 5:18; 16:37; 18:28; 20:20.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δημόσιος
-
6 δημόσιος
всенародный, общенародный, общественный, государственный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δημόσιος
-
7 δημόσιος
[димосиос] εκ. общественный, публичный, народный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δημόσιος
-
8 δημόσιος
[димосиос] επ общественный, публичный, народный. -
9 δεσμος
ὅ (pl. тж. δεσμά)1) привязь(δεσμὸν ἀπορρῆξαι Hom.)
2) причальный канат(ἄνευ δεσμοῖο νῆες Hom.)
3) дверной ремень(θύρας ἐπὴ δεσμὸν ἰῆλαι Hom.)
4) упряжной ремень, постромка5) скрепа, гвоздь(κόπτειν δεσμούς Hom.)
6) анат. связка(οἱ δεσμοὴ καὴ αἱ φλέβες Arst.)
7) преимущ. pl. узы, оковы(ἐν δεσμοῖς δεῖν Hom., Plat.; ἐκ δεσμῶν λυθῆναι Aesch., Arst.)
δεσμοῖς Thuc. — в оковах, связанный8) перен. узы, связи(δεσμοὴ φιλίας Plat.)
δεσμοὴ πάσης πολιτείας Plat. = οἱ νόμοι9) тж. pl. темница, тюрьма(δημόσιος δ. Plat.; δεσμοῦ τιμᾶσθαι Lys.)
ὅ ἐπὴ τῶν δεσμῶν Luc. — тюремщик10) пленение, плен(δ. καὴ δουλεία Xen.)
11) связанность, скованность(ὅ ὕπνος οἷον δ. καὴ ἀκινησία Arst.)
-
10 βίος
ο в разн. знач жизнь;συζυγικός βίος — супружеская жизнь;
πολιτικός (δημόσιος) βίος — политическая (общественная) жизнь;
βίοι μεγάλων ανδρών жизнь замечательных людей;ο βίος της κυβερνήσεως ήτο βραχύς — правительство просуществовало недолго;
καθ' άπαντα τον βίον του или καθ' όλον του τον βίον всю свою жизнь;διά βίου пожизненно; § βίοι αγίων жития святых;αυτός είναι βίος και πολιτεία ≈ — он прошёл огонь, воду и-медные трубы
-
11 δρόμος
ο1) дорога, путь;αμαξιτός (έτοιμος) δρόμος — проезжая (торная) дорога;
δημόσιος δρόμος — шоссе;
μακρυνός δρόμος — дальняя дорога;
χάνω τον δρόμο — сбиться с пути;
δεν έχει δρόμο από δω — здесь нет дороги;
κάντε μου δρόμο! — дайте мне дорогу!;
στο δρόμο — а) на моём пути; — б) по пути; — в пути;
από πλάγιο δρόμο — окольным путём;
δυό μέρες δρόμος από... — в двух днях пути от...;
2) улица;ερημικός δρόμος — глухая улица;
στο δρόμος — на улице;
3) бег; пробег, забег;πλ. бега; гонки;μαραθώνιος δρόμος — марафонский бег;
ανώμαλος δρόμος — кросс;
δρόμος ϊππων — скачки;
δρόμος αυτοκινήτων — автомобильные гонки;
δρόμος πεντακοσίων μέτρων — бег на пятьсот метров;
δρόμος μετ' εμποδίων — бег с препятствиями;
4) скорость;5) рейс;έκαμα ένα σωρό δρόμους σήμερα — сегодня я много.ходил;
τό λεωφορείο κάνει δέκα δρόμους την ημέρα — автобус делает десять рейсов в день;
6) перен. ход, течение; оборот;θα ιδούμε τί δρόμο θα πάρει η υπόθεση — посмотрим, какой ход примет дело;
7) астр. орбита;8) (одна) ноша; воз; ездка;έφερε δυό δρόμους άμμο — он привёз два воза песку;
έφερε δυό δρόμους νερό — он два раза ходил за водой;
§ παίρνω δρόμο — пускаться в путь;
παίρνω τούς δρόμους — бродить по улицам, дорогам (от отчаяния, горя);
γυρίζω ( — или περιπλανώμαι) στούς δρόμους — а) бродить по улицам; — б) скитаться;
δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει — он долго шёл, шёл он шёл (в сказках);
η δουλειά πήρε το δρόμο της — работа вошла в свою колею;
πήρε δρόμο η γλώσσα του — он дал волю своему языку;
τραβώ το δρόμο μου — а) идти своей дорогой; — б) преуспевать;
τράβα ( — или κόβε).δρόμο! — убирайся вон!;
ακολουθώ τον δρόμο μου — идти своей дорогой;
δός του δρόμο! — вперёд!, поторопись!;
τοδ'δωσα δρόμο — я его прогнал;
ανοίγω δρόμο — а) прокладывать путь; — б) строить дорогу;
ανοίγω το δρόμο μου — пробивать себе дорогу;
κόβω δρόμο — а) быстро бежать; — б) много ходить; — покрывать большое расстояние; — е) сокращать путь;
να κόψουμε δρόμο δεξιά — а) свернём направо; — б) свернём направо и сократим путь;
κόβω τον δρόμος σε κάποιον — преградить путь кому-л;
μένω στούς πέντε δρόμους — оказаться на улице (без средств);
αφήνω στούς (πέντε) δρόμους — покидать на произвол судьбы, оставлять без средств (детей, больных);
πετώ ( — или ρίχνω) στον δρόμο — выбросить на улицу;
κλείνω το δρόμο σε κάποιον — стать кому-л. поперёк дороги;
πήρε τον κακό δρόμο — он пошёл по дурному пути;
παιδί τού δρόμου — уличный мальчишка;
γυναίκα τού δρόμου — уличная женщина;
στη μέση τού δρόμου — или στο μισό δρόμο — на половине пути
-
12 κατήγορος
ο, η обвинитель, -ница;δημόσιος κατήγορος — государственный обвинитель
-
13 υπάλληλος
ος, ο[ν] 1. подчинённый;υπάλληλος εννοια — узкое понятие;
υπάλληλος κρίσις — частное суждение;
2. (ο, η) служащей, -ая; сотрудни|к, -ца (учреждения);δημόσιος υπάλληλος — государственный служащий, чиновник;
τραπεζικός (εμπορικός) υπάλληλος — банковский (торговый) служащий;
ανώτερος υπάλληλος — старший сотрудник
-
14 υπηρέτης
ο, υπηρέτρια η1) слуг|а, -жанка, домашняя работница; прислуга (уст.);οικιακός υπηρ — слуга;
ιδιωτικός υπηρέτης — личный слуга;
2) работник, служащий (магазина и т. п.);δημόσιος υπηρέτης — низший государственный служащий;
3) перен. служитель (науки и т. п.);4) перен. прислужник, лакей; 5) воен, прислуга -
15 1219
{прил., 4}всенародный, общенародный, общественный, государственный.Ссылки: Деян. 5:18; 16:37; 18:28; 20:20.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1219
См. также в других словарях:
δημόσιος — belonging to the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
δημόσιος υπάλληλος — Βλ. λ. δημόσιος λειτουργός … Dictionary of Greek
δημόσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος, στο λαό, ο κοινός: Στην Ελλάδα, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι μόνιμοι. 2. το ουδ. ως ουσ., δημόσιο το κράτος, η πολιτεία: Τα χρήματα από τη φορολογία των πολιτών αποδίδονται στο δημόσιο. 3. το θηλ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοσιώτερον — δημόσιος belonging to the people adverbial comp δημόσιος belonging to the people masc acc comp sg δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… … Dictionary of Greek
δημοσιώτατα — δημόσιος belonging to the people adverbial superl δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσιώτατον — δημόσιος belonging to the people masc acc superl sg δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσίω — δημόσιος belonging to the people masc/neut nom/voc/acc dual δημόσιος belonging to the people masc/neut gen sg (doric aeolic) δημοσιόω confiscate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δημοσιόω confiscate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσίων — δημόσιος belonging to the people fem gen pl δημόσιος belonging to the people masc/neut gen pl δημοσιόω confiscate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δημοσιόω confiscate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)