-
1 δημοπρακτος
См. также в других словарях:
δημόπρακτος — δημόπρακτος, ον (Α) αυτός που έγινε ή συντελέστηκε από τον λαό … Dictionary of Greek
δημόπρακτος — resolved by the people masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek