-
1 δημόθροος
A uttered by the people, φήμη, ἀρὰ δ., A.Ag. 938, 1409; δ. ἀναρχία lawlessness of popular clamour, ib. 883.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημόθροος
См. также в других словарях:
ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] … Dictionary of Greek