-
1 δημολάλητος
A notorious, Id., EM265.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημολάλητος
См. также в других словарях:
πολυλάλητος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο αρχ. αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο λάλητος] … Dictionary of Greek