Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δημο-γέρων

См. также в других словарях:

  • κυφογέρων — κυφογέρων, οντος, ὁ (Α) γέρος σκυφτός λόγω τής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. κυφός + γέρων (πρβλ. δημο γέρων, φιλο γέρων)] …   Dictionary of Greek

  • ματαιογέρων — ματαιογέρων, οντος ὁ (Α) ο γέρος που λέει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο γέρων)] …   Dictionary of Greek

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • λουτρός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 1.049 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 16 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»