-
1 δημουχος
I21) оберегающий страну(θεαί Soph.)
2) управляющий странойIIὅ правитель, владетель(γᾶς τᾶσδε Soph.; ἑπτὰ ἐν Θεσπιαῖς δημοῦχοι Diod.)
-
2 χθων
χθονός ἥ1) земля, почва(ἐπὴ χθονὴ βαίνειν Hom.)
ἐπὴ χθόνα ἀποβαίνειν ἐξ ἵππων Hom. — сойти с коней на землю, спешиться;χθόνα ταράσσειν Pind. — ворочать, т.е. обрабатывать землю;χθόνα δύμεναι Hom., Hes. — погрузиться в землю, т.е. умереть;κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινά Soph. — хоронить кого-л.;οἱ ὑπὸ χθονός Aesch., Soph. — усопшие;κατὰ χθονὸς θεαί Aesch. — богини подземного царства2) земля, мир(ὅ περὴ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch.; πάντων ἄριστος ἀνέρ τῶν ἐπὴ χθονί Soph.)
3) земля, страна, край(χ. Ἀσία Aesch.; χ. Κορινθία Soph.)
κεκευθέναι πολεμίας ὑπὸ χθονός Aesch. — быть погребенным во вражеской стране;ἥδε χ. Soph. — эта, т.е. наша страна4) город(τῆσδε δημοῦχος χθονός Soph.)
См. также в других словарях:
δημούχος — δημοῡχος, ον (Α) 1. (για θεότητες) αυτός ή αυτή που προστατεύει τον λαό 2. ο ιδιοκτήτης γης ή ο προστάτης της … Dictionary of Greek
δημοῦχον — δημοῦχος protectors masc/fem acc sg δημοῦχος protectors neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοῦχοι — Δημοῦχος protectors masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοῦχοι — δημοῦχος protectors masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοῦχον — Δημοῦχος protectors masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
Demvchvs — DEM ÉCHVS, i, Gr. Δημοῦχος, ου, Phyletors Sohn, welchen Achilles vor Troja erlegete. Homer. Il. Υ. v. 421 … Gründliches mythologisches Lexikon
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
δαμοῦχοι — masc nom/voc pl δᾱμοῦχοι , δημοῦχος protectors masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμούχοις — δαμοῦχοι masc dat pl δᾱμού̱χοις , δημοῦχος protectors masc/fem/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημούχοις — Δημού̱χοις , Δημοῦχος protectors masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)