-
1 δημοτικός
δημοτικός, 1) zum gemeinen Volk gehörig, plebejus, gemein, Xen., der es Ath. 1, 4 mit πονηροὶ καὶ πένητες vrbdt; vgl. Ar. Av. 1584; Arist. pol. 2, 7. 4, 14; νέος καὶ ταπεινὸς καὶ δημοτικῆς ἀγωγῆς τετευχώς Pol. 25, 8, 1; u. Sp. Bei Her. 2, 36 stehen γράμματα δημοτικά den ἱρά entgegen. – 2) dem Volke, der Demokratie ergeben, befreundet, im Ggstz von ὀλιγαρχικός, Plat. Rep. IX, 572 d; Aesch. 3, 207; ὁ δ., der Volksfreund, Dem. bei Din. 1, 44; – σόφισμα δ. καὶ χρήσιμον Ar. Nubb. 205; vgl. Thuc. 6, 28; Arist. Pol. 5, 9; δημοτικόν τι πράττειν Xen. Hell. 2, 3, 39. – Uebh. = menschenfreundlich, καὶ πρᾶος ἐν τοῖς λόγοις Euthyd. 803 d; καὶ φιλάνϑρωπος, Xen. Mem. 1, 2, 60; vgl. Pol. 10, 26; Plut. Oth. 1; τὸ δημοτικόν, die poouläre Gesinnung, Rom. 26; Thes. 17. – Sp. τὰ δημοτικά, = δημόσια, Staatsgeschäfte, z. B. Aleiphr. 1, 4; auch χρήματα, D. Hal. 7, 63. – Den compar. hat Lys. 20, 13 u. Sp., wie Pol. 10, 26. – 3) einen att. Demos betreffend, δεὶπνα, Ath. V, 185 c; ἱερόν, wozu die Bürger eines Demos beitragen, dem δημόσιον entgeggstzt, Dem. 43. 71.
-
2 δημοτικος
31) народный, общераспространенный(πρόληψις Arst.)
2) из народа, простого звания(ἄνθρωπος πένης καὴ δ. Xen., Plut.)
3) демотический, общедоступный, упрощенный(γράμματα Her.)
4) демократический(βίος Plat.; πολιτεία, νόμοι Arst.)
5) направленный к благу народа, общеполезный6) народолюбивый, т.е. дружелюбный(δ. καὴ φιλάνθρωπος Xen.; πρᾷος καὴ δ. Plat., Polyb.)
7) относящийся к или принадлежащий дему(ἱερόν Dem.)
8) простонародный, простой(οἶνος Plut.)
-
3 δημοτικός
δημοτικόςmasc nom sg -
4 δημοτικός
δημοτικός, (1) zum gemeinen Volk gehörig, plebejus, gemein. (2) dem Volke, der Demokratie ergeben, befreundet, im Ggstz von ὀλιγαρχικός; ὁ δ., der Volksfreund. Übh. = menschenfreundlich; τὸ δημοτικόν, die populäre Gesinnung; τὰ δημοτικά, = δημόσια, Staatsgeschäfte. (3) einen att. Demos betreffend; ἱερόν, wozu die Bürger eines Demos beitragen, dem δημόσιον entgeggstzt -
5 δημοτικός
η, ό[ν]1) народный;δημοτική γλώσσα — димотика;
δημοτικό σχολειό — начальная школа;
δημοτικά τραγούδια ( — или άσματα) — народные песни;
2) любимый народом, популярный;3) относящийся к диму, общине; муниципальный; городской;δημοτικό θέατρο — городской театр;
δημοτικές εκλογές — муниципальные выборы;
δημοτικό συμβούλιο — совет дима; — муниципальный совет;
δημοτική αρχή — муниципалитет, городское управление;
δημοτικές αρχές — власти дима; — городские власти
-
6 δημοτικός
[димотикос] επ относящийся к диму. -
7 δημοτικός
municipal -
8 δημοτικός
1) gminny przym.2) miejski przym.3) municypalny przym. -
9 δημοτικός
1) komunální2) magistrátní3) městský4) obecní -
10 δημοτικός
municipalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δημοτικός
-
11 φιλο-δημοτικός
φιλο-δημοτικός, ή, όν, = Folgdm, D. Hal. 8, 90.
-
12 δημοτικά
δημοτικόςneut nom /voc /acc plδημοτικά̱, δημοτικόςfem nom /voc /acc dualδημοτικά̱, δημοτικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 δημοτικώτερον
δημοτικόςadverbial compδημοτικόςmasc acc comp sgδημοτικόςneut nom /voc /acc comp sg -
14 δημοτικωτάτων
δημοτικόςfem gen superl plδημοτικόςmasc /neut gen superl pl -
15 δημοτικωτέρων
δημοτικόςfem gen comp plδημοτικόςmasc /neut gen comp pl -
16 δημοτικόν
δημοτικόςmasc acc sgδημοτικόςneut nom /voc /acc sg -
17 δημοτικώτατα
δημοτικόςadverbial superlδημοτικόςneut nom /voc /acc superl pl -
18 δημοτικώτατον
δημοτικόςmasc acc superl sgδημοτικόςneut nom /voc /acc superl sg -
19 δημοτικαί
δημοτικόςfem nom /voc pl -
20 δημοτικοί
δημοτικόςmasc nom /voc pl
См. также в других словарях:
δημοτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… … Dictionary of Greek
δημοτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το λαό ή προέρχεται από αυτόν: Τα δημοτικά τραγούδια είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στην ύπαιθρο. 2. αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στο δήμο ως διοικητική περιφέρεια: Τα δημοτικά τέλη του δήμου μας είναι ιδιαίτερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοτικά — δημοτικός neut nom/voc/acc pl δημοτικά̱ , δημοτικός fem nom/voc/acc dual δημοτικά̱ , δημοτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικώτερον — δημοτικός adverbial comp δημοτικός masc acc comp sg δημοτικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικωτάτων — δημοτικός fem gen superl pl δημοτικός masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικωτέρων — δημοτικός fem gen comp pl δημοτικός masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικῶν — δημοτικός fem gen pl δημοτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικόν — δημοτικός masc acc sg δημοτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικώτατα — δημοτικός adverbial superl δημοτικός neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικώτατον — δημοτικός masc acc superl sg δημοτικός neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)