-
1 éditer
δημοσιεύω -
2 publish
δημοσιεύω -
3 publikować
δημοσιεύω -
4 wydać
δημοσιεύω -
5 публиковать
δημοσιεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > публиковать
-
6 издать
издать εκδίδω (книгу и т.п.); δημοσιεύω* (опубликовать)' \издать закон δημοσιεύω νόμο* * *εκδίδω (книгу и т. п.); δημοσιεύω ( опубликовать)изда́ть зако́н — δημοσιεύω νόμο
-
7 опубликовать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опубликованный, βρ: -вал, -а, -оρ.σ.μ.δημοσιεύω•опубликовать закон δημοσιεύω νόμο•
-статью δημοσιεύω άρθρο.
-
8 публиковать
-кую, -куешьρ.δ.μ. δημοσιεύω•публиковать в газетах δημοσιεύω στις εφημερίδες-- статью δημοσιεύω άρθρο,
δημοσιεύομαι. -
9 выпустить
выпустить 1) (дать выйти) αφήνω, απολύω 2) (продукцию) παράγω \выпустить в продажу βγάζω στην αγορά 3) (издать ) εκδίδω δημοσιεύω* * *1) ( дать выйти) αφήνω, απολύω2) ( продукцию) παράγωвы́пустить в прода́жу — βγάζω στην αγορά
3) ( издать) εκδίδω; δημοσιεύω -
10 обнародовать
-
11 огласить
огласить, оглашать δημοσιεύω, ανακοινώνω* αναγγέλλω (зачитать вслух)* * *= оглашатьδημοσιεύω, ανακοινώνω; αναγγέλλω ( зачитать вслух) -
12 печатать
печатать τυπώνω· δημοσιεύω, εκδίδω (публиковать)· δακτυλογραφώ (на машинке)* * *τυπώνω; δημοσιεύω, εκδίδω ( публиковать); δακτυλογραφώ ( на машинке) -
13 печать
печать ж 1) (штемпель) η σφραγίδα* ставить \печать βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω 2) (пресса) ο τύπος· η εκτύπωση (печатание)9 опубликовать в \печатьи δημοσιεύω (στον τύπο)* * *ж1) ( штемпель) η σφραγίδαста́вить печа́ть — βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω
опубликова́ть в печа́ти — δημοσιεύω (στον τύπο)
-
14 поместить
поместить 1) (поставить) βάζω, τοποθετώ· \поместить статью в газету καταχωρώ (или δημοσιεύω) άρθρο 2) (поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει \поместиться 1) (уместиться) χωρώ, τοποθετούμαι 2) см. помещаться* * *1) ( поставить) βάζω, τοποθετώпомести́ть статью́ в газе́ту — καταχωρώ ( или δημοσιεύω) άρθρο
2) ( поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει -
15 публиковать
публиковать δημοσιεύω* εκδίδω (издавать)' ανακοινώνω (обнародовать)* * *δημοσιεύω; εκδίδω ( издавать); ανακοινώνω ( обнародовать) -
16 издавать
издаватьнесов1. ἐκδίδω, βγάζω:\издавать газету ἐκδίδω (или βγάζω) ἐφημερίδα·2. (закон, постановление и т. п.) δημοσιεύω:\издавать указ δημοσιεύω διάταγμα·3. (звук и т. п.) ἐκπέμπω, βγάζω·4. (западе) βγάζω, ἀναδίδω μυρωδιά, ἀποπνέω. -
17 опубликовать
опубликоватьсов, опубликовывать несов δημοσιεύω:\опубликовать закон ἐκδίδω νο-μον· \опубликовать статью δημοσιεύω ἄρθρο. -
18 выпускать
1. (давать выход воздуху, газу и т.п.) βγάζω, εκλύω, απελευθερώνω 2. (опорожнять, выбрасывать) αδειάζω, εκφορτώνω, ξεφορτώνω 3. (товары, продукцию) παράγω, κατασκευάζω 4. эк. εκδίδω 5. (издавать, опубликовывать) εκδίδω, δημοσιεύω б.(освобождать) αφήνω, βγάζω, ελευθερώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпускать
-
19 издавать
1. (газету, журнал и т.п.) εκδίδω 2. (закон, постановление) δημοσιεύω 3. (звук и т.п.) εκπέμπω, βγάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > издавать
-
20 поместить
1. (расположить где-л.) τοποθετώ, θέτω, εγκαθιστώ, καταχωρώ 2. (отдать для хранения, использования) βάζω, καταχωρίζω 3. (опубликовать где-л.) δημοσιεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поместить
См. также в других словарях:
δημοσιεύω — make public pres subj act 1st sg δημοσιεύω make public pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσιεύω — δημοσιεύω, δημοσίευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δημοσιεύω — (AM δημοσιεύω) [δημόσιος] καθιστώ κάτι γνωστό στο κοινό νεοελλ. 1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό μέσω τού Τύπου («δημοσίευσε στις εφημερίδες το πολιτικό του πρόγραμμα», «δημοσιεύουν οι εφημερίδες το κείμενο τού νόμου») 2. καταχωρίζω σε … Dictionary of Greek
δημοσιεύω — δημοσίευσα, δημοσιεύτηκα, δημοσιευμένος 1. γνωστοποιώ κάτι στο κοινό κάνοντας καταχώριση στον τύπο ή σε άλλο έντυπο: Θα δημοσιεύσει ανοιχτή επιστολή διαμαρτυρίας για την ταλαιπωρία του από τη γραφειοκρατία. 2. εκδίδω βιβλίο: Ο συγγραφέας έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδημοσιευμένα — δημοσιεύω make public perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδημοσιευμένᾱ , δημοσιεύω make public perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδημοσιευμένᾱ , δημοσιεύω make public perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσιεύετε — δημοσιεύω make public pres imperat act 2nd pl δημοσιεύω make public pres ind act 2nd pl δημοσιεύω make public imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσιεύσει — δημοσιεύω make public aor subj act 3rd sg (epic) δημοσιεύω make public fut ind mid 2nd sg δημοσιεύω make public fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσιεύσω — δημοσιεύω make public aor subj act 1st sg δημοσιεύω make public fut ind act 1st sg δημοσιεύω make public aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσιεύσῃ — δημοσιεύω make public aor subj mid 2nd sg δημοσιεύω make public aor subj act 3rd sg δημοσιεύω make public fut ind mid 2nd sg δημοσιόω confiscate pres part act fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσιεύῃ — δημοσιεύω make public pres subj mp 2nd sg δημοσιεύω make public pres ind mp 2nd sg δημοσιεύω make public pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδημοσιεύω — δημοσιεύω εκ νέου, ξαναδημοσιεύω, επανεκδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δημοσιεύω. ΠΑΡ. αναδημοσίευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek