-
1 δημοκοπικός
A of or suited to aδημοκόπος, βίος δ. Pl.Phdr. 248e
;τὸ περὶ ἀνθρώπους δ. M.Ant.1.16
: [comp] Sup., App.Hisp.4 [suff] δημόκοπ-ος, ὁ, demagogue, D.H.5.65, D.S.18.10, Ph.2.47, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκοπικός
-
2 δημοκοπέω
A court the mob, Plu.CG9, Charito 1.5; opp. δημαγωγέω, Plu.2.802d;δ. ἔς τινας App.Syr.16
;δ. τὸ πλῆθος ἐπί τισι Id.BC 4.94
:—[voice] Med., Phld.Rh.1.380S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκοπέω
-
3 δημοκόπημα
A attempt to gain mob-favour, App.BC1.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκόπημα
-
4 δημοκοπία
δημοκοπ-ία, ἡ,A courting the mob, D.H.6.60, IG4.1153 (Epid.); bribery, Plu. Dio 47: pl., Str.14.5.14, Ph.Fr.33 H., App.BC1.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοκοπία
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский