-
1 δημοβόρος
δημοβόροςdevourer of the common stock: masc /fem nom sg -
2 δημοβόρος
δημο-βόρος, ον,A devourer of the common stock,δ. βασιλεύς Il.1.231
; of Caligula, Ph.2.561.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοβόρος
-
3 δημοβόρος
δημο - βόρος ( βιβρώσκω): peopledevouring, epithet of reproach, Il. 1.231†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δημοβόρος
-
4 δημοβόρον
δημοβόροςdevourer of the common stock: masc /fem acc sgδημοβόροςdevourer of the common stock: neut nom /voc /acc sg -
5 δημοβόροι
δημοβόροςdevourer of the common stock: masc /fem nom /voc pl -
6 δημοβόροισι
δημοβόροςdevourer of the common stock: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
7 δημοβόρου
δημοβόροςdevourer of the common stock: masc /fem /neut gen sg -
8 δημοβόρων
δημοβόροςdevourer of the common stock: masc /fem /neut gen pl -
9 δημοφάγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοφάγος
-
10 καταδημοβορέω
κατα-δημο-βορέω ( δημοβόρος): devour or consume in common, aor., Il. 18.301†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταδημοβορέω
См. также в других словарях:
δημοβόρος — δημοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει ή σφετερίζεται όσα ανήκουν στον δήμο («δημοβόρε βασιλεῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + βορος < βορά] … Dictionary of Greek
δημοβόρος — devourer of the common stock masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοβόρον — δημοβόρος devourer of the common stock masc/fem acc sg δημοβόρος devourer of the common stock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοβόροι — δημοβόρος devourer of the common stock masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοβόροισι — δημοβόρος devourer of the common stock masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοβόρου — δημοβόρος devourer of the common stock masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοβόρων — δημοβόρος devourer of the common stock masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοβορώ — δημοβορῶ ( έω) (Μ) [δημοβόρος] είμαι δημοβόρος, καταξοδεύω όσα ανήκουν στον λαό, στο δημόσιο … Dictionary of Greek
βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… … Dictionary of Greek
βορός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 49 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. * * * βορός, ά, όν (Α) ο λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορός προήλθε πιθ. με απόσπαση από σύνθετα σε βορος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek