Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δημι-ουργός

См. также в других словарях:

  • θερμουργός — ό (Α θερμουργός, όν) αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος. επίρρ... θερμουργώς με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ ουργός, δημι ουργός, χειρ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • θυσιουργός — θυσιουργός, όν (Α) αυτός που τελεί θυσίες, ο θυσιαστής, ο θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυσία + ουργός (< έργον), πρβλ. δημι ουργός, στιχ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλουργός — κεφαλουργός, ὁ (Α) ο επικεφαλής, ο επιστάτης εργατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ουργός < ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, ερι ουργός] …   Dictionary of Greek

  • λεμβουργός — ο ξυλουργός ειδικός στην κατασκευή και επισκευή λέμβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, στιχ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • λεπτουργός — ό (ΑΜ λεπτουργός, όν) 1. αυτός που επεξεργάζεται κάτι με μεγάλη λεπτότητα 2. ως ουσ. αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, ιδίως ο ειδικός τεχνίτης ξυλουργός που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.… …   Dictionary of Greek

  • λιμνουργός — λιμνουργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται σε λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • λιμουργός — λιμουργός, όν (Α) λιμοποιός, αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • λινουργός — ό (Α λινουργός, όν) αυτός που κατεργάζεται το λίνο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λινουργός α) υφάντης λινών β) είδος χήνας γ) είδος λίθου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λινουργοί ονομασία που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ματαιουργός — ματαιουργός, όν (Α) ο ματαιοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. μάταιος + ουργός(< ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, τεχν ουργός] …   Dictionary of Greek

  • καλλιουργώ — καλλιουργῶ, έω (Α) εργάζομαι καλλιτεχνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. δημι ουργώ, στιχ ουργώ] …   Dictionary of Greek

  • κληρουργία — κληρουργία, ἡ (Α) κληρονομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + ουργία (< ουργός < Fοργός < ἔργον), πρβλ. δημι ουργία, στιχ ουργία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»