-
1 συν-δημι-ουργός
συν-δημι-ουργός, mit verfertigend, Mitschöpfer, Miturheber, τῶν νόμων Plat. Legg. II, 671 d.
-
2 δημιουργος
эп.-ион. δημιο-εργός ὅ1) мастер, знаток, специалист(οἱ δημιοεργοὴ - μάντις ἢ ἰητέρ κακῶν ἢ τέκτων δούρων ἢ καὴ θέσπις ἀοιδός Hom.; σοφίας Plat.; ἀρετῆς Arst.)
2) ремесленник, мастеровой(ἄνδρες δημιοεργοὴ μέλι ἐκ πυροῦ ποιεῦσι Her.; δημιουργοὴ οἷον ὑφάντης καὴ ναυπηγός Arst.; ὀψοποιοὴ καὴ δημιουργοί Plut.)
πρῶτος ἀποκρίνας χωρὴς εὀπατρίδας καὴ γεωμόρους καὴ δημιουργούς Arst. ap. Plut. — (Тесей), впервые обособивший (сословия) родовой знати, земледельцев и ремесленников;ὄρθρος δ. Hes. — восход, зовущий к труду3) создатель, творец(λόγων Aeschin.; νυκτός τε καὴ ἡμέρας Plat.; νόμων Arst.; ποιημάτων Plut.; πόλις, ἧς τεχνίτης καὴ δ. ὅ θεός NT.)
4) виновник, зачинщик(κακῶν Eur.)
5) (в дор. государствах - высшее должностное лицо) демиург(οἱ ἐν Ἤλιδι δημιουργοί Thuc.; οἱ δημιουργοὴ τῶν Ἀχαιῶν Polyb.)
-
3 συνδημιουργός
συν-δημι-ουργός, mit verfertigend, Mitschöpfer, Miturheber
См. также в других словарях:
θερμουργός — ό (Α θερμουργός, όν) αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος. επίρρ... θερμουργώς με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ ουργός, δημι ουργός, χειρ ουργός] … Dictionary of Greek
θυσιουργός — θυσιουργός, όν (Α) αυτός που τελεί θυσίες, ο θυσιαστής, ο θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυσία + ουργός (< έργον), πρβλ. δημι ουργός, στιχ ουργός] … Dictionary of Greek
κεφαλουργός — κεφαλουργός, ὁ (Α) ο επικεφαλής, ο επιστάτης εργατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ουργός < ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, ερι ουργός] … Dictionary of Greek
λεμβουργός — ο ξυλουργός ειδικός στην κατασκευή και επισκευή λέμβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, στιχ ουργός] … Dictionary of Greek
λεπτουργός — ό (ΑΜ λεπτουργός, όν) 1. αυτός που επεξεργάζεται κάτι με μεγάλη λεπτότητα 2. ως ουσ. αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, ιδίως ο ειδικός τεχνίτης ξυλουργός που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.… … Dictionary of Greek
λιμνουργός — λιμνουργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται σε λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, ξυλ ουργός] … Dictionary of Greek
λιμουργός — λιμουργός, όν (Α) λιμοποιός, αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, ξυλ ουργός] … Dictionary of Greek
λινουργός — ό (Α λινουργός, όν) αυτός που κατεργάζεται το λίνο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λινουργός α) υφάντης λινών β) είδος χήνας γ) είδος λίθου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λινουργοί ονομασία που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ματαιουργός — ματαιουργός, όν (Α) ο ματαιοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. μάταιος + ουργός(< ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, τεχν ουργός] … Dictionary of Greek
καλλιουργώ — καλλιουργῶ, έω (Α) εργάζομαι καλλιτεχνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. δημι ουργώ, στιχ ουργώ] … Dictionary of Greek
κληρουργία — κληρουργία, ἡ (Α) κληρονομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + ουργία (< ουργός < Fοργός < ἔργον), πρβλ. δημι ουργία, στιχ ουργία] … Dictionary of Greek