-
21 строитель
-я α.1. οικοδόμος, χτίστης•творца οι οικοδόμοι του μεγάρου.
2. μτφ. δημιουργός. -
22 творец
-рца α.1. δημιουργός, ιδρυτής. || ο συγγραφέας.2. ο Θεός, ο πλαστουργός.εκφρ.-! – επιφ. παλ. πλάσμα! -
23 устроитель
-я α.-ница, -ы θ.οργανωτής, -ώτρια, δημιουργός•устроитель вечера οργανωτής χοροεσπερίδας•
устроитель концерта οργανωτής συναυλίας.
-
24 языкотворец
-рца α. (γραπ. λόγος) ο δημιουργός νεολογισμών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
δημιουργός — ο 1. ο Θεός: Ο Δημιουργός έπλασε τα πάντα με σοφία. 2. αυτός που παράγει ή επινοεί κάποιο έργο, ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, ο παραγωγός, ο αίτιος: Είναι ο δημιουργός του χάους που επικρατεί μέσα στην αίθουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δημιοεργοί — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργέ — δημιουργός one who works for the people masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργῶν — δημιουργός one who works for the people masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργόν — δημιουργός one who works for the people masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργός — δημιουργός one who works for the people masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)