Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δημιουργός

См. также в других словарях:

  • Δημιουργός — one who works for the people masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργός — one who works for the people masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… …   Dictionary of Greek

  • δημιουργός — ο 1. ο Θεός: Ο Δημιουργός έπλασε τα πάντα με σοφία. 2. αυτός που παράγει ή επινοεί κάποιο έργο, ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, ο παραγωγός, ο αίτιος: Είναι ο δημιουργός του χάους που επικρατεί μέσα στην αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • δημιοεργοί — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιοεργέ — δημιουργός one who works for the people masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιοεργῶν — δημιουργός one who works for the people masc gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιοεργόν — δημιουργός one who works for the people masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιοεργός — δημιουργός one who works for the people masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»