-
1 δημιουργικώ
-
2 δημιουργικῷ
См. также в других словарях:
δημιουργικῷ — δημιουργικός of a craftsman masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δημιουργικώ
2 δημιουργικῷ
δημιουργικῷ — δημιουργικός of a craftsman masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)