-
1 δημηγορία
δημηγορίᾱ, δημηγορίαdeliberative speaking: fem nom /voc /acc dualδημηγορίᾱ, δημηγορίαdeliberative speaking: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δημηγορίαι, δημηγορίαdeliberative speaking: fem nom /voc plδημηγορίᾱͅ, δημηγορίαdeliberative speaking: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δημηγορίᾳ
Βλ. λ. δημηγορία -
3 δημηγορία
δημηγορ-ία, ἡ,2 speech in the public assembly, Aeschin.2.243, Jul.Or.2.75b(pl.).II esp. popular oratory, claptrap, Id.Tht. 162d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημηγορία
-
4 δημηγορίας
δημηγορίᾱς, δημηγορίαdeliberative speaking: fem acc plδημηγορίᾱς, δημηγορίαdeliberative speaking: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 δημηγορίαι
δημηγορίαdeliberative speaking: fem nom /voc plδημηγορίᾱͅ, δημηγορίαdeliberative speaking: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 δημηγορίαν
δημηγορίᾱν, δημηγορίαdeliberative speaking: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 δημηγορίαις
δημηγορίαdeliberative speaking: fem dat pl -
8 δημηγοριών
-
9 δημηγοριῶν
-
10 δημηγορικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημηγορικός
-
11 ἐνεδρεύω
Aἐνήδρευον X.Cyr.1.6.39
: [tense] fut.ἐνεδρεύσω Plu.Ant.63
: [tense] aor.ἐνήδρευσα Th.4.67
, X.An.4.1.22, etc.:— [voice] Med., [tense] fut. - σομαι (in pass. sense) Id.HG7.2.18:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐνηδρεύθην D.28.2
: [tense] pf.ἐνήδρευμαι Luc.Cal.23
: ([etym.] ἐνέδρα):—lie in wait for, lay snares for,τινά D.40.10
, Men.Kol.44: [voice] Pass., to be caught in an ambush, to be ensnared, of animals, X.Mem.2.1.5;μέλιτι Porph. Antr.16
; of persons to whom poison has been given, Phylarch.10 J.: metaph.,ὑπὸ νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι Lys.1.49
; εἰ.. μὴ τῷ χρόνῳ ἐνηδρεύθημεν if we had not been deceived by time, D.28.2.2 abs., lay or set an ambush,ἐς τὸ Ἐνυάλιον Th.4.67
, cf. X.An.1.6.2, 4.1.22,etc.II place in ambush,πεζούς App.BC2.76
, v.l. in J.AJ5.8.11:—[voice] Med., abs., set an ambush, X.HG4.4.15:—[voice] Pass., metaph.,οἱ ἐνηδρευμένοι τῇ δημηγορίᾳ λόγοι Hld.10.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεδρεύω
См. также в других словарях:
δημηγορία — δημηγορίᾱ , δημηγορία deliberative speaking fem nom/voc/acc dual δημηγορίᾱ , δημηγορία deliberative speaking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορίᾳ — δημηγορίαι , δημηγορία deliberative speaking fem nom/voc pl δημηγορίᾱͅ , δημηγορία deliberative speaking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορία — Όρος που στην αρχαία Ελλάδα αναφερόταν στην αγόρευση στην Εκκλησία του Δήμου, με σκοπό την παροχή συμβουλών στον λαό για όσα επρόκειτο να γίνουν στο μέλλον. Στον Πλάτωνα η λέξη υποδηλώνει τη δημαγωγική αγόρευση αλλά και την ποιητική τέχνη. Η δ.… … Dictionary of Greek
δημηγορία — η πολιτικός ρητορικός λόγος, λόγος ρήτορα: Οι δημηγορίες του Θουκυδίδη είναι από τις γνωστότερες της αρχαίας ιστορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημηγορίας — δημηγορίᾱς , δημηγορία deliberative speaking fem acc pl δημηγορίᾱς , δημηγορία deliberative speaking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορίαι — δημηγορία deliberative speaking fem nom/voc pl δημηγορίᾱͅ , δημηγορία deliberative speaking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορίαν — δημηγορίᾱν , δημηγορία deliberative speaking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγοριῶν — δημηγορία deliberative speaking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορίαις — δημηγορία deliberative speaking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορικός — ή, ό (Α δημηγορικός, ή, όν) [δημηγόρος] ο κατάλληλος για δημηγορία (Πλάτ., Πολιτ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική η τέχνη τού να αγορεύει κανείς δημόσια 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό … Dictionary of Greek
αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… … Dictionary of Greek