Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δημηγορία

См. также в других словарях:

  • δημηγορία — δημηγορίᾱ , δημηγορία deliberative speaking fem nom/voc/acc dual δημηγορίᾱ , δημηγορία deliberative speaking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορίᾳ — δημηγορίαι , δημηγορία deliberative speaking fem nom/voc pl δημηγορίᾱͅ , δημηγορία deliberative speaking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορία — Όρος που στην αρχαία Ελλάδα αναφερόταν στην αγόρευση στην Εκκλησία του Δήμου, με σκοπό την παροχή συμβουλών στον λαό για όσα επρόκειτο να γίνουν στο μέλλον. Στον Πλάτωνα η λέξη υποδηλώνει τη δημαγωγική αγόρευση αλλά και την ποιητική τέχνη. Η δ.… …   Dictionary of Greek

  • δημηγορία — η πολιτικός ρητορικός λόγος, λόγος ρήτορα: Οι δημηγορίες του Θουκυδίδη είναι από τις γνωστότερες της αρχαίας ιστορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημηγορίας — δημηγορίᾱς , δημηγορία deliberative speaking fem acc pl δημηγορίᾱς , δημηγορία deliberative speaking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορίαι — δημηγορία deliberative speaking fem nom/voc pl δημηγορίᾱͅ , δημηγορία deliberative speaking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορίαν — δημηγορίᾱν , δημηγορία deliberative speaking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγοριῶν — δημηγορία deliberative speaking fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορίαις — δημηγορία deliberative speaking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικός — ή, ό (Α δημηγορικός, ή, όν) [δημηγόρος] ο κατάλληλος για δημηγορία (Πλάτ., Πολιτ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική η τέχνη τού να αγορεύει κανείς δημόσια 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό …   Dictionary of Greek

  • αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»