-
1 δικαιο-λογία
δικαιο-λογία, ἡ, Vorbringung u. Vertheidigung seiner Gerechtsame, = ἀπολογία; Demad. 7; Pol. 3, 21, 3; Plut. Rom. 19 u. öfter; neben πίστις, Beweisführung, Arist. rhet. ad Alex. 30. 32. – Auch = δικολογία, Gerichtsrede, ib. 1; dem δημηγορίας entgegengesetzt, 18, wenn nicht mi Spengel beide Stellen zu ändern sind.
См. также в других словарях:
δημηγορίας — δημηγορίᾱς , δημηγορία deliberative speaking fem acc pl δημηγορίᾱς , δημηγορία deliberative speaking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρητορικός — ή, ό / ῥητορικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥήτωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία (α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορική σύνολο κανόνων τού προφορικού λόγου και ιδίως τής δημηγορίας, που … Dictionary of Greek