Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δημηγορίας

См. также в других словарях:

  • δημηγορίας — δημηγορίᾱς , δημηγορία deliberative speaking fem acc pl δημηγορίᾱς , δημηγορία deliberative speaking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητορικός — ή, ό / ῥητορικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥήτωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία (α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορική σύνολο κανόνων τού προφορικού λόγου και ιδίως τής δημηγορίας, που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»