-
1 δημελέητος
δημελέητοςobject of general pity: masc /fem nom sg -
2 δηματρεύεσθαι
δηματρεύεσθαι· ἐπὶ πολὺ ὑπερτίθεσθαι, Hsch. [full] δημεῖαι· αἱ τῶν δήμων συστάσεις, Id. [full] δημελέητος, ον,A object of general pity, Id., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηματρεύεσθαι
См. также в других словарях:
δημελέητος — object of general pity masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)