-
1 δημαγωγού
δημαγωγέωto be a leader of the people: pres imperat mp 2nd sg (attic)δημαγωγέωto be a leader of the people: imperf ind mp 2nd sg (attic)δημαγωγόςpopular leader: masc gen sg -
2 δημαγωγοῦ
δημαγωγέωto be a leader of the people: pres imperat mp 2nd sg (attic)δημαγωγέωto be a leader of the people: imperf ind mp 2nd sg (attic)δημαγωγόςpopular leader: masc gen sg -
3 δημαγωγός
δημᾰγωγ-ός, ὁ,A popular leader, as Cleon or Pericles, Th. 4.21, Isoc.8.126;δ. ἀγαθοί Lys.27.10
;ὁ δίκαιος δ. Hyp.Dem.Fr. 5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημαγωγός
См. также в других словарях:
δημαγωγοῦ — δημαγωγέω to be a leader of the people pres imperat mp 2nd sg (attic) δημαγωγέω to be a leader of the people imperf ind mp 2nd sg (attic) δημαγωγός popular leader masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιδημαγωγώ — ἀντιδημαγωγῶ ( έω) (Α) δημαγωγώ κι εγώ εναντίον κάποιου δημαγωγού … Dictionary of Greek
δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… … Dictionary of Greek
δημαγωγικότητα — η 1. η ιδιότητα τού δημαγωγού 2. η δημαγωγική συμπεριφορά … Dictionary of Greek
καταδημαγωγία — η (Μ καταδημαγωγία) [καταδημαγωγώ] τα τεχνάσματα τού δημαγωγού, η εξαπάτηση τού λαού … Dictionary of Greek
σακεσφόρος — (I) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Αίαντος) ασπιδοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + φόρος* (πρβλ. τελεσ φόρος)]. (II) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Επικράτους) αυτός που έχει γενειάδα.… … Dictionary of Greek
ταραξιππόστρατος — ον, Α (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Κλέωνος, άσπονδου εχθρού τής παράταξης τών ιππέων) αυτός που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή στην παράταξη τών ιππέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. ἐτάραξα) + ἵππος + στρατός] … Dictionary of Greek
Βρασίδας — (; – Αμφίπολη 421 π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός στην πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου (431 421 π.Χ.). Η δράση του αναφέρεται κυρίως σε παράτολμες επιχειρήσεις εναντίον των Αθηναίων· στη Μεθώνη το 431, στην Πύλο το 425, όπου σε μια πολεμική … Dictionary of Greek
δημαγωγία — η η τέχνη του δημαγωγού, η πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στην κατάκτηση της εμπιστοσύνης του λαού με ψεύτικες υποσχέσεις και άλλα απατηλά μέσα: Όλες οι υποσχέσεις του προεκλογικού λόγου του ήταν καθαρή δημαγωγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)