-
1 δημαγωγούς
δημαγωγόςpopular leader: masc acc pl -
2 προχειρίζω
A make πρόχειρος, deliver up, - κεχειρικέναι τινὰ ἐπὶ τὸ (fort. τῷ)τὴν τιμωρίαν δοῦναι Din.3.14
:—[voice] Pass., mostly in part., taken in hand, undertaken,τὸν προκεχειρις μένον λόγον Pl.Lg. 643a
; .II more freq. in [voice] Med. προχειρίζομαι, [tense] fut.- χειριοῦμαι Ar.Ec. 729
:—make ready for oneself, mobilize, προχειριοῦμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν Ar.l.c.; δύναμιν, στρατόπεδα, D.4.19, Plb.1.16.2, 3.107.10;ἐσθῆτα Luc.Merc.Cond.14
;τὴν μαλάχην Id.VH2.46
; τὰς ῥήσεις, τοὺς λογισμούς, Plu.2.396c,813d;βιβλίον Gal.6.555
.2 choose, select,δημαγωγούς Isoc.8.122
;τοὺς τὴν πίστιν.. τηρήσοντας OGI339.46
(Sestos, ii B.C.);γραμματέα κοινὸν ἐκ περιόδου Plb.2.43.1
, cf. LXXJo. 3.12, al.;τινὰ ἐπί τι D.25.13
;ἐπί τινι Plu.Caes.58
;πρός τι τοὺς ἐπιτηδείους Plb.3.44.4
; appoint,τινὰ δικτάτορα D.C.54.1
, cf. IG22.1110.14:—[voice] Pass.,-ισθεὶς.. ἀγωνοθέτης OGI268.4
(Nacrasa, iii B.C.), cf. LXXDa.3.22, Plb.3.106.2, D.H.4.27, D.C.58.20;ὑπὸ τοῦ βασιλέως Str.2.3.4
, cf. Wilcken Chr.12.13 (i B.C.);- ισθεὶς θεωρός PCair.Zen. 341
(a).25 (iii B.C.), cf. 42.3 (iii B.C.);ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐπὶ τὴν στρατηγίαν D.S.16.66
, cf. BMus.Inscr. 1044 ([place name] Attaleia), PTeb.27.22 (ii B.C.), etc.b allot, assign, in [voice] Pass.,διὰ τὸ -κεχειρίσθαι αὐτῷ τὴν γῆν PCair.Zen.132.3
(iii B.C.);τὰ Ποπλίῳ -κεχειρισμένα στρατόπεδα Plb. 3.40.14
;τὸν -κεχειρισμένον ὑμῖν Χριστὸν Ἰησοῦν Act.Ap.3.20
.4 c. inf., determine to do, Plb.3.40.2: c. acc. et inf., decide,τῆς πόλεως -κεχειρισμένης τὸν ἀγῶνα.. στεφανίτην εἶναι SIG457.14
(Thespiae, iii B.C.).5 discuss or examine,τὰς ἄλλας κατηγορίας Arist.Cat. 10b19
;τὰς πάντων δόξας Id.Top. 105a35
; alsoπ. περί τινος Id.Cael. 271b25
, cf. Ph. 200b23; περὶ ἕκαστον γένος (v.l. ἑκάστου γένους) Id.Mete. 378b6.6 ἐπὶ πραδείγματος π. propose by way of example, Id.Pr. 953a33:— [voice] Pass., Id.Cat. 2a36;ὁ περὶ τῶν -χειρισθέντων λόγος Phld.D.3.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχειρίζω
См. также в других словарях:
δημαγωγούς — δημαγωγός popular leader masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδημαγώγητος — η, ο [δημαγωγώ] αυτός που δεν παραπλανιέται ή δεν παραπλανήθηκε από δημαγωγούς ή δημαγωγικά συνθήματα … Dictionary of Greek
γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek
προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… … Dictionary of Greek
σφήκα — και σφήγκα, η / σφήξ, ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις… … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Παπουλάκος — Παρωνύμιο που δόθηκε από τον λαό της Πελοποννήσου σε δύο διαδοχικά δημαγωγούς καλόγερους. Ο πρώτος Π., γνωστός επίσης και ως Ευγένιος ο Αγιοπατέρας, έδρασε κατά τα χρόνια της Επανάστασης στην περιοχή της Αχαΐας και της Ηλείας. Σκηνοθετώντας… … Dictionary of Greek
αδημαγώγητος — η, ο αυτός που δεν παραπλανήθηκε από δημαγωγούς: Είναι πολύ δύσκολο για ένα λαό να μείνει αδημαγώγητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)