Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δεῖμος

  • 1 δεῖμος

    δεῖμος, , der Schrecken, die Furcht; bei Homer dreimal, personificirt: Hiad. 15, 119 vom Ares ὣς φάτο, καί ῥ' ἵππους κέλετο δεῖμόν τε φόβον τε ζευγνύμεν; Iliad. 4, 440 ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ γλαυκῶπις Ἀϑήνη δεῖμός τ' ἠδὲ φόβος καὶ ἔρις ἄμοτον μεμαυῖα, Ἄρεος κασιγνήτη ἑτάρη τε; abgebildet auf einem Schilde Iliad. 11, 37 τῇ δ' ἐπὶ μὲν Γοργὼ βλοσυρῶπις ἐστεφάνωτο δεινὸν δερκομένη, περὶ δὲ δεῖμός τε φόβος τε; nach Aristarch (vgl. Lehrs Aristarch. p. 181) ist δεῖμος wie φόβος bei Homer Sohn des Ares: Scholl. Aristonic. Iliad. 15, 119 δεῖμόν τε φόβον τε: ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ δείμῳ καὶ φόβῳ, καὶ ὅτι ἐντεῠϑεν ἡ πλάνη γέγονε τοῖς δεξαμένοις δεῖμον καὶ φόβον ἵππων ὀνόματα. εἰσὶ δὲ Ἄρεως υἱοί· ἐν ἄλλοις ( Iliad. 13, 299) γὰρ ῥητῶς φησὶ »τῷ δὲ φόβος φίλος υἱός«; Scholl. Aristonic. Iliad. 4, 439. 440 αἱ διπλαῖ, ὅτι διὰ μέσου τῶν Τρωικῶν ϑεῶν τέταχε τὴν Ἀϑηνᾶν, καὶ ὅτι δεῖμος καὶ φόβος Ἄρεος υἱοί. πλανηϑεὶς δ' Ἀντίμαχος ἵππων Ἄρεος ὀνόματα ἀποδέδωκεν· »δεῖμός τ' ἠδὲ φόβος πόδας αἰνετώ, υἷε ϑυέλης (frgm. Stoll 45)«; Iliad. 13, 299 οἷος δὲ Ἄρης πόλεμόνδε μέτεισιν, τῷ δὲ φόβος φίλος υἱὸς ἅμα κρατερὸς καὶ ἀταρβὴς ἕσπετο, ὅς τ' ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ῥητῶς Ἄρεως υἱὸς φόβος. ἡ δὲ ἀναφορὰ πρὸς τὴν ἀμφιβολίαν τοῦ »καί ῥ' ἵππους κέλετο δεῖμόν τε φόβον τε ( Iliad. 15, 119)«. Hesiod nennt mit dem φόβος auch den δεῖμος ausdrücklich einen Sohn des Ares: Theog. 934 αὐτὰρ Ἄρηι ῥινοτόρῳ Κυϑέρεια φόβον καὶ δεῖμον ἔτικτε δεινούς, οἵτ' ἀνδρῶν πυκινὰς κλονέουσι φάλαγγας ἐν πολέμῳ κρυόεντι σὺν Ἄρηι πτολιπόρϑῳ; vgl. Scut. 195. Offenbar hat Hesiod die Homerischen Stellen vor Augen gehabt.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δεῖμος

  • 2 ΔΊω

    ΔΊω, nur poet., ich fürchte, ich fliehe, ich treibe in die Flucht, scheuche, jage; verwandt δίεμαι, ἐνδίημι, δείδια δέδια, δείδω, δειδίσσομαι, διώκω (?), διερός (?), δέος, δειμός, δεῖμα, δειλός, δεινός; bei Homer δίω in den Formen δίον, δίες, δίε, δίωμαι, δίηται, δίωνται, δίοιτο, δίεσϑαι. – Das activum ist bei Homer transitiv treiben in der v. l. δίες Iliad. 22, 251 οὔ σ' ἔτι, Πηλέος υἱέ, φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον (δίες), οὐδέ ποτ' ἔτλην μεῖναι ἐπερχόμενον, Scholl. Didym. γράφεται καὶ δίες· καὶ οὕτως εἶχον αἱ χαριέστεραι (vgl. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 197 sqq.), Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ δίον ἐδιώχϑην; also Aristarch las wenigstens in seiner zweiten, von Aristonicus erklärten Ausgabe (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 34) δίον, intransitiv, fliehen; vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 18, 584. 23, 475 Apollon. Lexic. p. 59, 7; Lehrs Aristarch. p. 59. 151. Ferner das activum intransitiv, in der Bedeutung fürchten, Iliad. 9, 433. 11, 557 περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν; 5, 566 περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάϑοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο; Odyss. 22, 96 περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶνἐλάσειεν; Iliad. 17, 666 περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ – λίποιεν. – Das medium, transitiv, treiben, scheuchen, verjagen: Iliad. 12, 276 αἴ κε Ζεὺς δώῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς νεῖκος ἀπωσαμένους δηίους προτὶ ἄστυ δίεσϑαι; Odyss. 17, 398 ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 20, 343 αἰδέομαι δ' ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 21, 370 μή σε καὶ ὁπλότερός περ ἐὼν ἀγρόνδε δίωμαι, βάλλων χερμαδίοισι; Iliad. 22, 456 δείδω μὴ δή μοι ϑρασὺν Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεύς, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος, πεδίονδε δίηται; 7, 197 οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται; 16, 246 αὐτὰρ ἐπεί κ' ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται; 18, 162 ὡς δ' ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' αἴϑωνα δύνανται ποιμένες ἄγραυλοι μέγα πεινάοντα δίεσϑαι; 17, 110 ὥς τε λὶς ἠυγένειος, ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταϑμοῖο δίωνται ἔγχεσι καὶ φωνῇ; Odyss. 17, 317 vom Hunde Argos οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαϑείης βένϑεσιν ὕλης κνώδαλον, ὅ ττι δί. οιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, vgl. Scholl Herodian. Iliad. 23, 475; Iliad. 22, 189 ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων ἐλάφοιο δίηται, ὄρσας ἐξ εὐνῆς, διά τ' ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας· τὸν δ' εἴ πέρ τε λάϑῃσι καταπτήξας ὑπὸ ϑάμνῳ, ἀλλά τ' ἀνιχνεαων ϑέει ἔμπεδον, ὄφρα κεν εὕρῃ; 15, 681 ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἵπποισι κελητίζειν εὖ εἰδώς, ὅς τ' ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, σεύας ἐκ πεδίοιο μέγα προτὶ ἄστυ δίηται λαοφόρον καϑ' ὁδόν· πολέες τέ ἑ ϑηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες ' ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰ. εὶ ϑρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται, οἱ δὲ πέτονται. Außerdem kann man noch hierher rechnen Iliad. 12, 304, wo es von einem hungrigen Löwen heißt οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταϑμοῖο δίεσϑαι, er will nicht weggehn; da aber sonst δίομαι bei Homer nur transitive Bedeutung hat, zieht man das δίεσϑαι dieser Stelle besser zu δίεμαι, δίημι, welches vgl. – Bei Aeschyl. ist δίομαι intransitiv gebraucht, »sich scheuen« »sich fürchten«, Pers. 700 δίομαι μὲν χαρίσασϑαι, δίομαι δ' ἀντία φάσϑαι, λέξας δύσλεκτα φίλοισιν, vgl. Buttmann Gramm. 2 S. 147; dagegen transitiv, »verfolgen«, Eumenid. 357. 385 διόμεναι, Suppl 819 μετά με δρόμοισι διόμενοι.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ΔΊω

  • 3 βλοσυρ-ῶπις

    βλοσυρ-ῶπις, ιδος, fem. zum vorigen, Hom. einmal, Iliad. 11, 36 von einem Schilde τῇ δ' ἐπὶ μὲν Γοργὼ βλοσυρῶπις ἐστεφάνωτο δεινὸν δερκομένη, περὶ δὲ δεῖμός τε φόβος τε: hier scheint, nach Homerischer Art, durch δεινὸν δερκομένη das βλοσυρῶπις erklärt zu werden; – αἰγίς Man. 6, 202.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > βλοσυρ-ῶπις

  • 4 ὰ-δείματος

    ὰ-δείματος, VLL., = vorigem, auch ἄ-δειμος.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὰ-δείματος

См. также в других словарях:

  • δειμός — fear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεῖμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμός — I Μυθολογικό πρόσωπο, προσωποποίηση του τρόμου. Κατά τον Ησίοδο, από τον Άρη και την Αφροδίτη γεννήθηκαν ο Δ. και ο Φόβος, που μαζί με τον Άρη κλόνιζαν τις φάλαγγες των στρατών την ώρα της μάχης. II (Αστρον.).Ο μικρότερος και ο πιο απομακρυσμένος …   Dictionary of Greek

  • δειμῶν — δειμός fear masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμῷ — δειμός fear masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμόν — δειμός fear masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεῖμε — Δεῖμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεῖμον — Δεῖμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»