Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δείκηλον

См. также в других словарях:

  • δείκηλον — και δείκελον, το (Α) 1. αναπαράσταση, παρουσίαση 2. ομοίωμα, εικόνα 3. φάντασμα 4. ανάγλυφο, γλυπτή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. δεικ τού δείκνυμι και στο επίθημα ηλος. Η λ. δείκελον είναι παράλληλος… …   Dictionary of Greek

  • δείκηλον — representation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικήλοιο — δείκηλον representation neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικήλοις — δείκηλον representation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικήλοισι — δείκηλον representation neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικήλοισιν — δείκηλον representation neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικήλου — δείκηλον representation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικήλων — δείκηλον representation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικήλῳ — δείκηλον representation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείκηλα — δείκηλον representation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»